της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

εν αιθρία

ολόγυμνος εσπερινος
πάνω απ' τον τρούλο της
αιωρείται
με χρυσαφια σαντάλια
και μια ρομφαία στο χέρι
στ' αριστερο του τ' αστραγάλι
μιαν άγκυρα
και στο δεξί
δεμένο με μεταξωτο νήμα
ένα μικρο παιδι
να περιφέρει το ντέφι ανάποδα
ανάμεσα στις παρέες
τ' αργύρια
αναπηδάνε στο τεντωμένο πετσι
σαν τη βροχη
πάνω στη λαμαρίνα
ρίχνει πίσω το κεφάλι
και γράφει,
θαλασσια μονοκοντυλια,
ένα ξόρκι
στο υπογάστριο του ανεμοδουριου της
κι εσυ
που διάλεξες
ποιο όνομα θα γράψουνε στην πλάκα σου
τώρα ξέρεις
και ποιο θα μουρμουρίζεις
όταν θα φεύγεις...


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

"ενοικιάζεται"

στην πλατεία
μια ιδέα προσωρινότητας
δυο παγκάκια άβολα
πεντ' έξη παιδια
μια μπύρα μισοπιωμένη
ένα φιλι
μια καληνύχτα
ένα "αύριο πάλι"
ένα λεωφορείο σε στάση
θύλακας ψυχων άδειος
απροσδιόριστης διαδρομης
στη γαλαρία του
μια εφημερίδα ξεχασμένη
"ενοικιάζεται επιπλωμένο"
πού να στεγάσουμε
την εναπομείνουσα ευαισθησία μας
για όσα πια αμετάκλητα λιγοστεύουν;



Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

το όνειρο


κει που γεννοβολούσε η νύχτα πυρκαγιες
κι άλλαζε η πυξίδα πρόσημα
πορεία δεν εβγήκε
γελούσε η Θαλασσομάνα
κι ο Πατέρας έκαιγε πάνω στη λίνια
ούρλιαζε η άγκυρα να λυθει
μπας και μας γλυτώσει
στον πηγαιμο ή στον γυρισμο,
αν ήταν,
δεν το γνώριζα
μήτε κι άλλος τό ΄ξερε να μας το πει
το σούρουπο
πάνω στις δώδεκα αναλαμπες
ξεκουρντίστηκε η προπέλλα
ξώκειλε το κουφάρι με την σάπια κοιλια
γιομάτη στρειδώνα
σε μιαν ευρύχωρη γωνια του χάρτη
στο περιθώριο με μολύβι
η  παρατηρηση του πιλότου
"beware of the tides in these shallow waters"
το καράβι το λέγανε "M/V Nemesis"



Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

αστρονομία

ήταν τότε,
που σκόνταψε η νύχτα
σ' ένα μετέωρο φιλι
κι έπεσε
στα δίχτυα πιάστηκαν 
ο Σείριος,
ο Αλδεβαραν,
κι η Ανδρομέδα
μ' όλα της τ' αστέρια
στραφταλούσε το κύμα
πιάναμε τ' αστροπαίδια με τα μικρα μας χέρια
και τα κλείναμε σε μεγάλες γυάλες
Βενετσιάνικες
κι εκείνα
τρυπούσαν το γυαλι
κι έτρεχαν ν' ανταμώσουνε τ' αδέρφια τους
κι όταν παλινόστησαν όλα,
γυαλια κι άδειες φυλακες
μείναν στα πόδια μας,
απόστασες
κι ακουμπώντας τα χέρια σου
στα κουρασμένα μου γόνατα
είπες:
"θέλω και την Αφροδίτη και τον Άρη,
ζευγάρι να τους κλείσω μιά, 
κι ας φύγουν μετα για πάντα"
κι έτσι απρόσμενα
με ξαναφίλησες



Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

εποχιακο


Θα κλέψω είκοσι σπυρια
καλοκαιριου ψηφίδες
να τις φυτέψω στ’ όνειρο
να πω ότι τις είδες
θα περιμένω τις βροχες
του φθινοπώρου αδέρφια
να ποτιστουνε τα βουνα
να παίξουνε τα ντέφια
πρωτου χειμώνας ν’ ακουστει
κι η πόρτα να παγώσει
πρωτου το κύμα να σβυστει
κι η θάλασσα θολώσει
μ' αν είναι και την άνοιξη
θεριέψουν τα κλωνάρια
θα στήσω πέντε ξώβεργες
στου άνεμου τα χνάρια
να πιάσω κείνο το πουλι
τ' αγρίμι, το γεράκι
στον κόρφο μου να το φυλω
να μην το φαν οι δράκοι




για τις βροχες που θα έρθουν



είπα πως δεν θα γράψω με μέτρο για λίγο
αλλα αυτο μου τραβούσε το μανίκι...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

κλήδων

στο πήλινο το κιούπι
γεμάτο με τ' αμίλητο νερο
βάφτισε το δαχτυλίδι της
τ' απόθεσε καταμεσης στην αυλη
σκεπασμένο με τ' άλικο το φουλάρι
απ την Σμύρνη
ύστερα, ορκίστηκε σιωπη
ως το πρωι
κι έπεσε να κοιμηθει
την άλλη μέρα
το ξέπλυνε απ' την αστρόσκονη
και τό 'βαλε στον παράμεσο
το βράδυ πήδησε τρεις φορες τις φωτιες
ντύθηκε το φουλάρι μοναχά
κι ύστερα κίνησε για τη θάλασσα
ξυπόλητη
την προηγούμενη νύχτα
είχ' ονειρευτει τον Ποσειδώνα
μπήκε στο νερο ως τη μέση
με το κύμα να φιλάει τα στήθια της
φώναξε τ' όνομά του
η γαλάζια πέτρα ανατρίχιασε
κι ούτε την ξανάδε κανεις πια από τότε...



Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

porto leone

αποσώνετ' η μέρα
απ' τον οίκτο του ήλιου
κι η νύχτα ζορίζεται
να μεταγγίσει λίγη ακόμη συμπάθεια
για τα τα ρεφραίν
που στερεύουνε στα πεζοδρόμια
στη μπούκα του λιμανιου
το λιοντάρι
κοιτάει κατ' απέναντι στη Δραπετσώνα
μια πιλοτίνα με μαύρο κύτος
πλευρίζει στην ανεμόσκαλα
ο κάβος
δεμένος σ' ένα κόκκινο ρυμουλκο
σκορτσάρει απ το βάρος
οι δύσκολες οι λέξεις
φωνάζουνε βοήθεια για να βγουν στ' ανοιχτα



Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

αλληλένδετο

ένας καημος
θαλασσινος
μονοσύλλαβος
πιασμένος σε μια ξώβεργα
κι η ξώβεργα σ' ένα κλαρι
και το κλαρι σ' ένα δέντρο τρανο
που οι ρίζες του ως τη θάλασσα
κάθε σούρουπο
με την άμπωτη
ξεμυτάει ένα ριζάκι στ' αμμούδι
κι αφήνει ένα σπιθούρι λόγια
ρεγάλο για την παλίρροια
ρωτάει ο βράχος:
-πως είναι;
-ακόμη ξώβεργα
-και γιατι δεν φεύγει;
-μην λυθει ο καημος να σ' ανταμώσει και ρίξει το δέντρο




Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

τσιγάρο και φωτια

εν μέσω κενου
σχεδιάζω βραδυνες περιπτύξεις
με κάρβουνο και παστελ κραγιον
στην άκρια του χαρτιου
μια στάμπα απ την κούπα του καφε
κάπως λερη
σαν σκοτωμένο φεγγάρι
άδειο
δώδεκα σπίρτα
και μισο πακέτο τσιγάρα
επιτρέπονται δύο λάθη
αν βρω το σωστο κραγιόνι
στο τρίτο
θ' ανάψω απ' χείλια σου







Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

ξέφωτο

κι εσυ όλο κρύβεσαι
κει που νομίζεις δεν μπορω
ή πως δεν θέλω να σε φτάσω
και κουλουριάζεσαι
δεντρογαλια μου
ώσπου να γίνεις
μικρο σημάδι
που για μουτζούρα να το δω
κι ανόητα να προσπεράσω
ύστερα τρέχεις
να δεις αν έχω αναπνοες
να σε προφτάσω
μα αφήνεις τα σημάδια σου
μην και σε χάσω
άλλοτε στέκεις όρθια
και με κοιτας
ίσια στα μάτια
γέρνεις λιγάκι το κεφάλι δεξια
πέφτουν οι μπούκλες στο λαιμο
χαμογελας
και λες:
-αποκοιμήθηκε, τώρα θα του το σκάσω!
έπειτα πάλι
στέκεις αμίλητη
σε πέτρινο σκοτάδι
σιωπηλη
με μια σιωπη που περιμένεις να τη σπάσω
να πέσει ο ήχος σαν σφυρι
και σαν παράφωνη μπουρου
να σου γελάσω
παίζεις κρυφτο με τις αισθήσεις μου
κυνηγητο με τις δικες σου
κι όταν κουράζεσαι
στέκεσαι σ' ένα ξέφωτο γνωστο
ένα χορο
κι ένα ποτήρι με κρασι
να σε κεράσω
και απορεις
πως γίνεται κάθε που βρίσκεσαι εκει
νά 'μαι και να σε περιμένω
λες:
-μπα, ξέρει, δεν έφυγε ποτε
-και το παιχνίδι αυτο τό 'χει χαμένο
όμως,
μικρη μου ανασεμια,
δεν είμαι εκει γιατι μαντεύω
εσυ με καταδίκασες
εντός σου να οικοσιτει
κείνο το ένα το κομμάτι της καρδιας μου
που σε βλέπει
που δεν φοβάται τις σκιες
που δε νογάει κούραση
και τις αιτίες,
μέχρι εντός σου να καει,
πεισματικα θα ανατρέπει...






χαρισμένο σε κείνη, που ξέρει
πως κρύβομαι μέσα της
γιατι ψάχνοντάς με,
θ' ανακαλύψει τον λαμπερο εαυτο της
(κι ας τον αρνιέται...)

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

βασιλιας



προσκαλεσμένος
σε χορο μασκαρεμένων
ποια μάσκα διάλεξες, που πλέξανε Σαμάνοι;
ψάχνει ο σουγιας να σε ματώσει μα σε χάνει
κι απέ σε χρήζει βασιλιά των κολασμένων

έϊ ώ! έϊ ώ!
της Σταχτοπούτας το φουστάνι δεν της πάει
ο μουσικός κλείνει το μάτι και γελάει
και ένα σύννεφο κουτσό
του βασιλιά το χάρτινο το στέμμα κατουράει
έϊ ώ!

παραδομένος
σε μοιραίο γαϊτανάκι
ποιο καραβόπανο φορας που τό 'χες φυλαγμένο;
στις χρυσαφιές κορδέλες του σε βρήκαν μπερδεμένο
σαν το ΄Δυσσέα, βασιλιά σ’ ένα κατάρτι

έϊ ώ! έϊ ώ!
της Αφροδίτης το λακκάκι την χωράει
ο γέρος Ήλιος ό,τι βλέπει μαρτυράει
και ένα κύμα ορφανο
του βασιλιά τον ψάθινο το θρόνο τον χαλάει
έϊ ώ!





Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

μεθυσμένο (πάλι)

εφτα πορφυρογέννητα τα πέπλα της Σαλώμης
πρόστυχ' αλλάζουν βάρδια κι απε σε κοροϊδεύουν
στο κούτελο απαράλλαχτο το σίγμα μιας συγγνώμης
δώδεκα κούπες με κρασι μέσα σου ταξιδεύουν

στο υπόγειο που αλυχτας παρέα με Μαινάδες
για να ξεχάσεις το στερνο του μπάρκου σου φιλι
θυμάσαι τις λαγόνες της που μοιάζαν παραστάδες
στο μυστικο τ' αέτωμα που λάτρεψες πολύ

κι αν είχε η νύχτα φυλακη το πέλαγο να κλείσεις
κι η θάλασσα να στερηθει το ένα της παιδι
θα 'ξερες δίχως να ντραπεις τι λύτρα να ζητήσεις
να 'χεις κείνη που λόγιαζες «θαλασσινο σκαρι»

τ' αφιόνι που σε κυβερνά καίει τα σωθικα σου
στο χέρι το τσιγάρο σου καπνο αιμοραγει
βρίζεις εκείνη πού 'κατσε ν' αναπαυτει σιμα σου
και με τα χείλια τ' άλικα σού 'ξυσε την πληγη

φωτια παίρνει η κόλαση για να σε καλοπιάσει
το μεθυσμένο βήμα σου σε φέρνει στο νερο
στ' αφροντυμένο κύμα της η λήθη ας κοπιάσει
σαν ξημερώσει η βάρδια σου κάνεις λογαριασμο

νά 'χε η νύχτα άλμπουρο ρεσάλτο να βαρέσεις
κι η θάλασσα η ανήλιαγη να 'τανε ο ληστης
δεν θα σκεφτόσουνα στιγμη μες το βυθο να πέσεις
που το' σκασε απ' τ' ακρόπρωρο, εκει να την εβρεις





αυτο τό 'χα φυλαγμένο
θ' ανοίξω παράρτημα με τα μεθυσμένα στο τέλος...

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

παραμύθι (για τα παιδια)

για το χατήρι ενος Μαγιου
καίω τον Αύγουστο
και πνίγω το Φλεβάρη
στο καλαθάκι ενος παιδιου
χωραν τα σύμπαντα
και της ψυχης τα βάρη

νά 'ταν η αγάπη ένα παιχνίδι παιδικο
κρυφτο, πεντόβολα και μπάλα στις αλάνες
σημάδι εκει στο γόνατο που μένει φυλαχτο
κι όλο χορεύει στ' όνειρο παρέα με τσιγγάνες

για το μεράκι ενος φιλιου
κρύβω το σούρουπο
και κλέβω το φεγγάρι
στο δαχτυλάκι ενος παιδιου
γρίφος κι απάντηση
τυλίγονται κουβάρι

νά 'ταν κι ο έρωτας παιχνίδι παιδικο
κουτσο, αμπάριζα και βόλτα στην πλατεία
ένα πολύχρωμο και χάρτινο θεριό
που να το καίμε τ' Αη Γιαννιου στην παραλία





περίεργα παιχνίδια παίζει η έμπνευσή μου τελευταία...

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

ναύτης ονειρεύεται με πανσέληνο



φωτια στο μώλο
κι άβυσσο το σκοτάδι
στου ακροβάτη το σχοινι
με τρίχα ματισμένο
όλες σου φως μου οι αγκαλιες
σχοινοβατουν στο χάδι

χύθηκ' η σφαίρα η άσπονδη
το στήθος ν' ανταμώσει
στου φεγγαριου το χάσιμο
ψάχνει ένα ναύτη άσημο
παράσημο να δώσει

μακρυ ταξίδι
και ναυαγος στη θάλασσα
της νύχτας το πρωτόνειρο
κρύβεται στο αμπάρι
και της γοργόνας το φευγιο
μ' ένα μεθύσι τ' άλλαξα

μαβια σελήνη
κι ύπνος από κοράλλι
τα στάχυα πού' χεις για μαλλια
ξεφτάνε στην παντιέρα
κι όλες σου φώς μου τις σαϊτιές
τις έχω προσκεφάλι

χάθηκ' η σφαίρα η άλικη
και τ' όπλο ορφανεύει
στου φεγγαριου το χάσιμο
ψάχνει ένα ναύτη άσημο
που λυτρωμο γυρεύει





το είχα υποσχεθει να το τελειώσω

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

αφωνία

τάχτηκες σήμαντρο
ανώνυμη καμπάνα
χαλκόχρωμη
γεμάτη βρύα απ' τον καιρο
κάποτε οι υγρασίες οι μυστικες
έθρεφαν το σφριγηλο σου επίχρησμα
κι άφηναν πάνω του ερμητικες απολήξεις αισθητηρίων
έτσι δεν έφταιγες πια εσυ
ανατρίχιαζες στο παραμικρο ανέμισμα
χαροπάλευε ένα πέταγμα πεταλούδας σαράντα λεύγες μακρυα
κι εσυ σήμαινες
έκλεινε τα μάτια του ένα παιδι από φόβο
κι εσυ έσκουζες με μεταλικη φωνη
γεμάτη συναισθητικες νότες
κι οι οκτάβες σου
σκαλια του παραδείσου
α, ναι,
δεν ήσουν μονόφωνη καμπάνα
σαν πανδαισία χρωμάτων η κραυγη σου
ακουγόταν με τ' αυτια κλειστα
ακόμη και κάτω από το τελευταίο υπόστρωμα αδιαφορίας
απολάμβανες καθολικης αναγνώρισης
έλεγαν όλοι:
-τούτο το σήμαντρο νιώθει
αγαπούσες και κελάρυζε η φωνη σου
λυπόσουν και το μέταλο έλιωνε στ' αυτια όλων
είχες γίνει ίνδαλμα των άφωνων
των ετεροφωτισμένων
των όσων έψαχναν στις αγωνίες και τους πόθους τους
κολυμπήθρα
εξιλέωση
κάπως έτσι ξεχάστηκες
λόγιασες τη φωνη σου εγγενη
αυτόβουλη
ανεξάρτητη που πήγαζε απ' το μεταλικο σου σώμα
ακόμη και με το φύσημα τ' ανέμου
μετουσιώθηκες και πεμπτουσία των αισθήσεων
ανέβηκες ψηλα
ανταποκρίθηκες στις όσες προκλήσεις
μέθυσες με το ίδιο σου το άκουσμα
μέθυσαν κι άλλοι
πολλοι
αγαπήθηκες κι αγάπησες
λάτρεψες
κι όλο σήμαινες
με φωνη αρχαγγέλων
με σώμα αρχαίων ξωτικων
δεν σε λύγισαν οι θύελλες
το σκόρτσο του αέρα σ' έκανε πιο δυνατη
εξαϋλώθηκες
ολοκληρώθηκες
έγινες μύθος και παραμύθι
κέρδισες
και ξέχασες
και κάπως έτσι
ξύπνησες ένα πρωινο από ένα κλάμα
αναμαλλιασμένη ανασυντάχτηκες
πήρες ανάσα ανατολικη
κι άνοιξες το στόμα
μα φωνη δεν βγήκε
προσπάθησες ξανα και ξανα
ενέργεια που σου ήταν αυτόματη την ένιωθες χαμένη
το κορμι σου αναρίγησε
και πάλι τίποτε
κάποιος στο προάυλιο τράβηξε το σχοινι
λικνίστηκες δυο τρεις
κι έπειτα πάλι τίποτε
κι έτσι ούτε για κλάμα λόγος
ήσουν απαρηγόρητη
ώσπου έστερξες να σκύψεις
και να
η άλλοτε υπέροχη καμπύλη του κορμιου αδειανη
βλέπεις,
εκείνη που αιώνες τώρα σού δινε τη φωνη 
είχε φύγει
άδεια καμπάνα
χωρις γλώσσα
χωρις ψυχη
ένα ορειχάλκινο κουφάρι
σκεπασμένο με ένδοξα βρύα...


Αμβούργο, Σεπτέμβρης 2012