της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

στη χαμένη μου έμπνευση

σα Μούσα ξεκαπίστρωτη
καλπάζεις στολισμένη
μ' άσπρα φτερα
παράταιρα
βαμμένη νύχτα
κρόταλα στους αστράγαλους
και χρυσαφιες κορδέλλες
στις κλειδώσεις
κει που αλωνίζεις
άσφαλτο και πίσα
το μαύρο σε μπερδεύει
στην κόχη του ματιου
ταλαιπωριούνται
τρεις σταγόνες
μιά βάλσαμο
μία βροχη
και μιά σιωπη
Μη!
μην πιλοτάρεις άλλο
τ' όνειρό μου
τι να θυμηθω;
πρωι
ο ήλιος με σκοτώνει
κι εσυ
χορεύεις ακόμη
χρυσοστόλιστη
ν' αποτελειώσεις
ό,τι δρόμο έμεινε
τι να ξεχάσω;
το βράδυ
στην αγριοθάλασσα
ξομολογιέμαι
κι εσυ 
χορεύεις ακόμη
γαλαζοθρεμμένη
φοράδα του σύμπαντου
κι όλο μακραίνεις
κι όλο ο χορος σου με σώνει
και στα πυκνα σου μαλλια
πού 'χεις για χαλινάρια
σιγομπερδεύονται
οι τελευταίες νότες
απ' το πεντάγραμμο
ένα μι
ένα μι
ένα λα
Σ-ιωπη...



η αρχη είναι εμπνευσμένη και μεταφερμένη
απ' το βιβλίο "Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε έξω απ' το Πέραμα"
του Α. Γκίνσμπεργκ, μτφ. Σεσιλ Ιγγλέση
τα υπόλοιπα ασυναρτησίες του Νάυτη...

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

το βουνο

"για να δεις μακρυα,
πρέπει ν' ανέβεις σ' ένα βουνο",
σκέφτηκε ο άντρας,
δρόμο επήρε
και δρόμο άφησε
κι έφτασε στην κορφη
κι από κει
κοίταξε πέρα
κι είδε πια τον ανοιχτο ορίζοντα
μα ξαφνικα
κει κάτω απ' όπου ξεκίνησε
το καράβι ξεμακραίνει!
έμεινε για μια στιγμη
εκει
ακίνητος
κι αποσβολωμένος
σαν τον Ξέρξη
σε πέτρινο θρόνο
κι όσο κι αν φώναζε
κανεις πια δεν τον άκουγε
εκείνος στο ζενιθ
μα κάτω εκει
το καράβι να φεύγει
και τότε
μιά που κατάλαβε
και μιά που πήδηξε απ' την άκρια του βράχου
να φτάσει στη θάλασσα γρηγορότερα
κι εκει εναέρια
τον χαράκωσε ο ήλιος στο νεύρο του ματιου
έτσι
που κάθε πρωι
ξυπναει με το ίδιο όνειρο
να του θυμίζει
πως τα μάτια της ψυχης
δεν χρειάζονται οπτικο πεδίο
για να δούνε καθαρα...





Σάββατο 4 Μαΐου 2013

μεταίχμιο

η πόρτα δεν είχε κλειδαρια
μήτε μεντεσέδες
δεν άνοιγε
μήτε έκλεινε
ήταν εκει
ή δεν ήταν
την έβλεπε κανεις
ή όχι
στημένη στο μεταίχμιο
καθένας την λογάριαζε
όπως μπορούσε
μπες
βγες
μα μονάχα 
όποιος κουβαλούσε μέσα του τη σπίθα
μπορούσε να περάσει το κατώφλι
και κατα πώς του έπρεπε
ανοιγόταν στ' ανοιχτα
ή σκήνωνε 
σ' αμουδερη αγκαλια
και στην δίδυμη μετώπη
απ' όπου κι αν το κοιτούσες
ένα ξόρκι
με πέντε γράμματα...