της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

τι κάνεις(;)

κλείνεις τα μάτια
ισορροπία ξαφνικη
και οι κολώνες
που τα σύνεφα κρατουν
σκορπουν κομμάτια
και κάπου βρέχει...

κρύβεις μια τρέλλα
επιθυμία του κενου
κι ο σχοινοβάτης
που το χώμα δεν κοιτα
φωνάζει, έλα
κι εδω νυχτώνει...

ξεχνας μια λέξη
ορθογραφία της φωτιας
και η αλήθεια
που φοβάσαι ν' αγαπας
θα σε αντέξει
και πλησιάζεις...

παίζεις μια νότα
φυγης αιτία
κι η ιστορία
σε ξυπνάει μεθυστικα
στα γεγονότα
κι εγω σε ψάχνω...

στέλνεις λουλούδι
συνυφασμένη φυλακη
και το φιλι
παιδί του Αιόλου στο πανι
κάνω τραγούδι
και πλησιάζω...










.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

μικρο τραγουδι


μικρη σταγόνα από γιορτη
στο κοίταγμα, στην ταραχη
κι εγω που βγαίνω να πλυθω
σε μια στιγμη να λυτρωθω

φυτεύω αγάπη στις αυλες
γυρνω και βλέπω δυο ευχες
δυο θάλασσες π’ αγγάλιασα
δυο σύνορα που τ’άλλαξα

στ' αυτια μου αντηχουν φωτιες
χρώματα και μυρωδικα
στα μέσα μου ξυπνάνε
πως να κρυφτω απ τις αστραπες
σε ποιο χορο ταξιδευτη
αυτα που λάτρεψα με πάνε

αγκάθι η ανάσα και φιλι
κι εγω τα θέλησα πολυ
τα μυστικα της σιωπης
τ'αδέρφια της νεροποντης

κλέβω ψεγάδια απ'τον καημο
κι ανάβω σπίρτα στον βυθο
του ονείρου μέγα γλέντι
της έμπνευσής μου αψέντι

στα μάτια μου αλυχτουν φωτιες
φουρτούνα και απαντοχη
στα μέσα μου ξυπνάνε
πως να κρυφτω απ τις σαϊτιες
σε ποιο παράξενο σκοπο
αυτα που πόθησα με πάνε








μικρο τραγουδι
στο χρόνο που τελειώνει
αφιέρωμα
γραμμένο πρόχειρα 
σ'ένα χαρτι
περιτύλιγμα δώρου...


.

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

χωρις τίτλο...

κι έπιασα
να ξεμπερδεύω τ'ασυνάρτητα κουβάρια
στα σπλάχνα τους τα όστρακα
κρύβουν μαργαριτάρια
κόβει ο σουγιας τα δάχτυλα
και τ'όνειρο στο πείσμα του
τη νύχτα χαρακώνει
σε ποιο παράξενο τραγούδι τριγυρνας
και πού η βαθια ανάσα σου
σκισμένα θέλω και μπορω
με ψέμματα μπαλώνει


κι έγραψα
πέντε κρυμμένα γράμματα στο κύμα
να τα διαβάσει η ξαστερια
απρόσμενο σινιάλο κι άγιο ρήμα
φωτάει στα μάτια μια κραυγη
κι ο ενεστώτας σιωπηλα
τους άλλους χρόνους ακυρώνει
για ποια ανώφελη θυσία ξενυχτω
σε ποιον καθρέφτη εσπερινο
ένα χαμόγελο γυμνο
του έρωτα το "ρω" αποτυπώνει


κι έφυγα
απ'το φευγιο το ίδιο να γλυτώσω
να μη με φτάσει η παγωνια
και το ταξίδι μην προδώσω
μα βγάζει η θάλασσα φωτιες
κι η φλόγα, μπεχλιβάνης
σ'εύφλεκτα όνειρα ξαπλώνει
με ποιο αιθέριο λάδι να λουστεις
τώρα που ο Διόνυσσος γελα
και με ορθάνοιχτη αγγαλια
τον τελευταίο μύθο ξεκλειδώνει


κι έκλεψα
το νικημένο σχήμα της αβύσσου
της Αφροδίτης μια μπουκια
με γεύση Παραδείσου
οσμες και λόγια γρατζουνιες
κι όλα τα σύμβολα
που ξέχασαν τη μέρα που ζυγώνει
πως ν’αναρτήσω το πανί
σε ποιο καράβι του χαμου
η έμπνευσή μου με τα μάτια σου μαλώνει





μια και πρωτύτερα δημοσιεύτηκε κομμάτι του
είπα να το βάλω κι ολοκληρωμένο...
.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

ημερολόγιο #4

αναρωτιέμαι...
μήπως θα έπρεπε να διαλέξω τη επιδεικτικη σιωπή;
να παρακολουθω διακριτικα
με μια δόση υπεροπτικης αδιαφορίας
και προσμετρημένης απόστασης;
δεν μ αρέσει η σιγη όμως
τ'αναμοχλεμένα ύδατα των υδάτων
μού'διναν πάντα έναυσμα
κι η τρικυμία φιλιά
ο πανικος ευκαιρίες για τραγούδια
κι η τόση γύμνια πίσω απ τις καλοστημένες βιτρίνες
τη γνώση που ποτε μου δεν λάτρεψα
πρέπει να διαλέξω άλλες διαδρομες
οι ακροβασίες στην κόψη του ξυραφιου
απαιτουν να κάνεις την ψυχη σου φτερο
κι ο αέρας δεν συγγχωρει
κι εκεινα τα ταξίδια
στις θαλασσινες σπηλιες με τ'αγάλματα
πρέπει να τα ελλατώσω
έγινε η αλμύρα δεύτερο πετσι
κι ανατριχιάζει το δέρμα
στ'άγαρμπα αγγίγματα
"σταμάτα την κούρσα
το τέλος φαίνεται μακρυνο"
ακόμη τρέχω καλη μου φίλη
δίκιο είχες
το τέλος είναι μακρυνο
κι εκει που λες πως μετα την επόμενη στροφη
θα συναντήσεις την άσπρη κορδέλλα του τερματισμου
βλέπεις την λευκη γραμμη της εκκίνησης
ανακατέβω και σκορπω τα χαρτια μου
παρατηρω τις αλλαγες στον γραφικο μου χαρακτήρα
τον πρωινο ορίζοντα που γλυκοχαιρετάει
τις άτολμες εκκρήξεις ενος νεαρου ηφαιστείου
το τσιγάρο που σιγοκαίει στο γυάλινο τασάκι
το θαλασσι και το γκρίζο που πιάνονται στα χέρια
και παλεύουνε
τις χορευτικες κινήσεις των χεριων
το κρυμμένο χαμόγελο
και την απόγνωση στο έλα και στο φύγε

τώρα ξεσκόνισα τους χάρτες
κι έβγαλα τον παλιο αστρολάβο απ το ξύλινο κουτι του
όχι που έχω έτοιμο ταξίδι
μονάχα τρέφω την ψευδαίσθηση
μήπως κι ονειρευτω απόψε μια διαδρομη
αλλιώτικη απ τις περπατημένες

κι έπιασα
να ξεμπερδεύω τα κουβάρια
στα σπλάχνα τους τα όστρακα
κρύβουν μαργαριτάρια
κόβει ο σουγιας τα δάχτυλα
και τ'όνειρο
τη νύχτα χαρακώνει
σε ποιο παράξενο τραγούδι
τριγυρνας
και πού η ανάσα σου
σκισμένα θέλω και μπορω
με ψέμματα μπαλώνει...

δεν τό'χω ν'αγιάσω
κι όπως άναρχα γράφω
χωρις αρχη και τέλος
ξεφεύγουνε μικρες ψηφίδες
και γίνονται βράχοι
και τους ξανασπάει το κύμμα
σε μικρους κόκκους άμμου
επιχωμάτωση
φτιάχνονται καινούργιοι μώλοι
στο περιθώριο μιας αμφιβολίας
παλίρροια
άμπωτις
νηνεμία... ψευδεπίγραφη...

φουσκώνει ο Αίολος το ανεμούριο
κάνω τα χέρια χωνι στο στόμα
φωνάζω μα δεν βγαίνει ήχος
και γράφω...

εναποθέτω διαδοχικα
τις καταλήξεις προβλεπόμενων ρημάτων
αγαπάω
αγγίζω
χάνω
βρίσκω
έρχεσαι
φεύγεις
είμαι
στέκομαι
φεύγω
ζητω
δίνω
ακους

αν έφτασε ο καιρος της συνείδησης
κι ωρίμασε ο φθόγγος
που θα μπορέσει να λυτρώσει
τις ψυχες μας
θα το πω άλλη μιά
να τ'ακούσεις
όταν θα λούζεις τις ώρες σου με ιδρώτα
σ'αγάπησα
πριν κι απ το ξυπνημένο ερωτικο σώμα της νύχτας
πρωτύτερα κι απ τους στεναγμους των κυμμάτων
πριν κι απ' το έλα ή το φύγε
αφήνοντας το φορτίο στην ακτη
ξεκινάει το σκάφος
με το πανι το καλοκαιρινο
στο μεσαίο το κατάρτι
ανάστροφα αναρτημένο...





κι ακόμα





δεν σωπαίνω Ψαραντώνη...




.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

δώρο


ποια φυλακη το άνισο μυαλο μου κυνηγά;
στο δρόμο, πέρα στις σπηλιες, μάγισσες κοροϊδεύουν
δένω ένα κόμπο στο φτερο κι η νύχτα κλαίει, γελα
πάνω στου πύργου την κορφη παντιέρες ταξιδεύουν

μετράω το χρόνο δυο οργιες, τη προσμονη χιλιάδες
στο μεροβίγλι κούρνιασε κατάφωτο θεριό
κραυγάζει ο πόθος σα πουλι στις ονειροκορφάδες
φκιάχνω στολη από σίδερο, κι όπλο από νερο

παγώνει ο ίσκιος στο χορο κι η θάλασσα σωπαίνει
δώσε μου εκείνο το φιλι κι αντικρυστα στο φως
έλα και άκου σαν παιδι τη μέρα ν'ανασαίνει
φίλα με, μα μη φοβηθεις, δεν κλέβει ο βυθος

φκιάχνω και στέμμα από φωτια, μικρο, σαν δαχτυλίδι
φεγγαροπαίδι, πού πεσε μια νύχτα στο γυαλο
όταν ξεφύγω, και χυθω στ'απέραντο ταξίδι
να το φορας,
σαν της καρδιας 
τ'απαύγασμα
να σκίζει τον καιρο...





.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

κάποιος;

κάποιος
να βρει μια μουσικη
το στίχο κείνο πού'γραψα
σε πορφυρα σεντόνια
γλυστρώντας στα νυχτόλογα
με δόση άγριας προσμονης
στα κόκκινα να ντύσει

κάποιος
να κλέψει ένα φτερο
μαύρο, σαν κόρακα μαλλι
ανάλαφρο σαν ίχνος
να δέσω στο πρωτόσκαλο
τα ονειροφιλήματα
με ξόρκια να μαγεύει

κάποιος
να μείνει εκει φρουρος
στης νύχτας τ'απροσδόκητο
στο πέρα και στο δώθε
στα ζύγια του χαρταετου
στους κραδασμους της μέρας μας
να κρυφοξεφαντώνει

κάποιος
αρχάγγελου νά'χει σπαθι
θαλασσοβαφτισμένο
να σπάσω τοίχους για να δω
να κόψω τον ομφάλιο
ν'αφήσω πίσω την οργη
το κύμα να προφτάσω

κάποιος
να μου χαρίσει ένα πανι
να φτιάξω ένα φυλαχτο
σεντέφι και φιλντίσι
να μάθω να ακροβατω
στων βραδυνων φιλιων τα παραπέτα
να τραγουδοζαλίζομαι
να πέφτω
να σηκώνομαι
να χαρίζω
να ξεχνω και να θυμάμαι
να χαθω
στην γνώριμη γαλήνη της τρικυμίας...





κάποιος...







ένα φιλι...










πως σώνονται έτσι τα χρώματα
όταν ξεχνάμε να ονειρευόμαστε...




.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

επιστροφη

και τώρα να,
εγω να περπατω στη θάλασσα
ν'ανανταριάζω πελαγοπατώντας
να φτιάχνω πολύχρωμες βάρκες
χάρτινες
και να τις αμολάω στα κύμματα
κι εκείνες
να επιστρέφουνε σα παλιες διαδρομες στο χρόνο
χτίζω ένα κύκλο φράχτες
από φωτια
από πάγο
από κόκκαλα
από καπνο
κι από κρασι
στη μέση απιθώνω
στο χώμα,
το ξοδεμένο σε άσκοπες καλλιέργειες,
στο κύμα,
το λερωμένο από ξαφρίσματα γλάρων,
ένα μικρο βωμο, πού'χα κρυμμένο
δεν έχει μέτρο η φωνη
κι ούτε η ψυχή έχει στόρια
κι ο κόσμος δεν έχει μπαλκόνι
ν'απλώσω τους ξεχασμένους περαστικους έρωτες
μπας και τους λυπηθουν τ'αποδημητικα
δεν νοιάζομαι πια για τ'ότι φαίνεται
πιότερο με καίει το ότι είναι
κι αν με ματώνει ένα φιλί της
το καίω στο μικρο βωμο
κείνον εκει
που ξεμυτάει απ τη νησίδα
την αφροστολισμένη
καταμεσις στο Αιγαίο
εκει
που πρώτη μου φορα
μετάλαβα τα φιλια της Αφροδίτης...







συγχωράτε με, αλλα ονόματα δεν συγκρατω εύκολα...

.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

κύμα

Μέγα κύμα
ήρθε κι επήρε με
ως ήσυχος εκει που εστεκόμουν
στη Σμύρνη
στην Αργαλαστη
στης Πάτμου τ'άσπρο κάστρο
στης Τροίας τα προπύλαια
στης Αρεθούσας τ'όνειρο
με έφερνε
κι εγω μαζί του ερχόμουν

Μέγα κύμα
ήρθε κι έτσι άξαφνά του μ'έλουσε
με κίτρο και μ'αλμύρα
και λάδι πρώιμης ελιας
στο μέτωπο
στο στέρνο με τις γρατζουνιες
και τις χρισμένες αμυχες
στα σκουριασμένα δάχτυλα
κι όλο αυτο εσπόνδιζε
κι εγω όλο ποντιζόμουν

Μέγα κύμα
ήρθε κι ευλαβικα μου εμφάνισε
τις συλλαβες που επάσχισα να κρύψω
τους ιαμβικους διθύραμβους
τα κύμβαλα των πειρατων
το μετρονόμο
τις χορδες
τους λόγους
και το έναυσμα
κι όλο μου ετραγούδαγε
κι εγω Οδυσσέας, χίλιες λεύγες να καλύψω

Μέγα κύμα
ήρθε κι εστάθηκε εμπρός μου
γυμνο, και στη μετώπη του μ'αφρο ζωγραφισμένη
μια ταξιδιου υπόσχεση
της θάλασσας ματόχειλα
λίκνο βροχης
αγάπης έρμαιον
μαιάνδρου φως
οσμη
ιαχη
κι όλο αλυχτούσε το νερο
κι εγω, που από καιρο έχω στα δόντια το σουγια
έχω ξανα στη μέση μου μια απόφαση ζωσμένη...









(συνεχίζεται...)


.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

θέλω



θέλω να σωπάσω
με μια σιωπη
τόσο εκκωφαντικη
σαν ένα χαστούκι στο αυτι
καταμεσης κενου αρχαίου θεάτρου
θέλω να ουρλιάξω μια σιωπη
τόσο ορμητικη
χείμαρρος
που κατηφορίζει σαρώνοντας
τις εύφορες κοιλάδες
όπου κοιμούνται επίδοξοι εραστες
άλλα ονειρευόμενοι
θέλω να καταργήσω ό,τι πίστεψα
να ακυρώσω τα εισητήρια που τσαλακώθηκαν
απ τις τόσες επαναλήψεις
θέλω να βγάλω μια κραυγη
σαν ιαχη που σκούριασε
απ τις τόσες αναβολες της μάχης
θέλω φωνη
θέλω ήχο
θέλω να φτιάξω καινούργιες λέξεις
μα μπερδεύεται η γλώσσα στα σύμφωνα
και κατρακυλάνε τα ρω και τα κάπα και τα λάμδα στα σκαλια
θέλω να πολεμήσω με γυμνα χέρια την απουσία
μα δεν πολεμιέται το τίποτε
σαν χαμαιλέωντας μεταλλάσεται σ'ότι θέλει
θέλω να φτιάξω μια καινούργια Ουτοπία
να επαναπροσδιορίσω τα μέτρα και τα σταθμα
θέλω να πω μια Λέξη
που να πέσει
σα μολυβένιο ζύγι πάνω στις ζυγαριες
και ν ανατρέψει την ισσοροπία
θέλω να φτιάξω ένα Χάος
ν'αναταράξω τα νερα
να μοιραστουν τα χαρτια απ την αρχη
να φύγω!
θέλω μιαν εξαφάνιση θεαματικη
θέλω μιαν επιστροφη απόλυτη
θέλω να ανάψω τις φωτιες
να σταθω μπροστα στο κύμα
σαν βράχος
ν'αντιπαλέψω τον Ποσειδώνα
να χτυπηθω μαζι του για το δικαίωμα στο βυθο
θέλω να στροβιλιστω πάνω στο άρμα του Απόλλωνα
να φτάσω ινίοχος ως το στεφάνι του ήλιου
θέλω να κάψω ένα στέμα
πάνω στο στήθος μου
να χαρίσω το σουγια μου σ'ένα παιδι
θέλω να μάθω
θέλω να διδάξω
θέλω οι μέρες να είναι σύντροφοι
θέλω οι νύχτες να είναι ερωμένες
θέλω ο ύπνος να με ξεχάσει
να παίζω με το Μορφέα ζάρια ολοβραδυς
θέλω να σταματήσω το ρολόϊ μου
στο "καληνύχτα"
στο "καλο ξημέρωμα"
στο "αύριο πάλι"
θέλω ανάσες
αλήθεια
χρώμα
άρωμα
φιλι
φωτια
πάθος
τραγούδι
κατάνυξη
τρέλλα
θάλασσα
γαλήνη
τρικυμία

σώμα
καρδια
μυαλο

ταξίδι...


τα θέλω όλα στό ένα σου
και δεν συμβιβάζομαι!





γιατι ξέρω πως τα έχεις...






προκαταβολή είναι αυτο...
θέλω να τελειώσω αυτο το δύσκολο...





.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

σε λίγο...

μαζεύοντας αναπνοη....
για ένα ακόμη μακροβούτι
όσα κι αν χρειαστουν
στο βυθο των ονείρων
να φτάσουμε
δεν θα περάσει του καιρου η αλαζονία
η αγάπη 
είναι πάντα 
ετοιμοπόλεμη!




επιστρέφω σε λίγο...







.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

χημεία στίξης...

σαν χρώμα
ν'απλωθεις στον φρέσκο καμβα
ν'αγγαλιάσεις ό,τι τοπίο μαζι ποθήσαμε
κι ό,τι αδικήσαμε με λόγους ή με πράξεις
να εξιλεώσεις
στα φιλια σου
τα κοκκινορουμπινια
στις υποθαλάσσιες ατραπους
σα τις μικρες φλεβίτσες
στου χεριου το κλείδωμα
σαν τα πράσινα ξεφτίσματα των δέντρων
να εναρμονιστεις
με το αλαφροπέταγμα της ψυχης
με την υπερωκεάνια πορεία των τραγουδιων
με το τρίξιμο της αντιρίδας στην καδένα
να γίνεις σύννεφα
πονηρα
κι ερωτοφτιαγμένα
χωρις σημεία στίξης
τέλος
αρχή
τέλος
αρχη
















.

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

ημερολόγιο #1

Καίγομαι...
Ψάχνω να βρω θερμοστάτη λες κι η καρδια έχει κουμπια και πλήκτρα κι αντιστάσεις.
Αυτα που πατας και βγάζεις μουσικη δεν είναι κλειδια κλειδοκύμβαλου.
Ένα ένα τα δάχτυλά μου συνθλίβονται προσπαθώντας να σταματήσουνε την πέτρα.
Οι ώμοι μου δεν μπορουν να τα βοηθήσουν.
Δεν στενάζω απ το βάρος.
Μια εποχη που δεν είχα λογαριάσει ήρθε κι έπεσε μ' όλο της το θυμο στη ζυγαρια.
Κόντεψαν να σπάσουν τα σχοινια που κρατούσανε τους χαρταετους.
Εκείνους που είχα αμολήσει ανάστροφα ψαρεύοντας στον αέρα το επόμενο ιπτάμενο μεταφορικο.
Τη θάλασσα την έχω αποκλείσει.
Ναρκοπέδιο από Σειρήνες.
Έβγαλα και τα πατζούρια απ τα παράθυρα να έρχεται ο ήλιος το πρωι να μου θυμίζει πως άλλαξε η μέρα.
Τραβάω μολυβιες στα σκόρπια χαρτια και χαρακιες στη κάσα της εξώπορτας.
Ψάχνω τα χαρτια όταν δεν θέλω να μετρήσω το χρόνο.
Χαϊδεύω την πόρτα όταν πρέπει να θυμηθω πόσος έμεινε.
Κοιτάζω απ το παράθυρο και βλέπω το σκάφος δεμμένο στον προβλητα.
Δεν φοβάμαι να πάω.
Φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να σηκώσω πανια μοναχος μου.
Αν πάω μπορει να μην καταφέρω να γυρίσω.
Και δεν είναι που φοβάμαι ούτε τη θάλασσα.
Την ακινησία φοβάμαι...
Κι η μουράβια έχει παλιώσει
Και θα το φάει το σκαρι η άτιμη που δε λογαριάζει αγάπες και φιλίες.
Με τη θάλασσα δε παίζεις, παρα μονάχα στα ρηχα.
Ή ακολουθεις ή χάνεσαι...
Κι εγω ανακατέβω τα χαρτια μου με τα χέρια στεγνα και το τσιγάρο στο στόμα.
Κι είναι όπως τα περνούσα μέσα από τις μπούκλες της.
Παρηγοριέμαι σκαλίζοντας στα περιθώρια στίχους.
Σα να δένω κορδέλλες στα μαλλια της.
Έχω σηκώσει τα μανίκια στο πουκάμισο και δυο κουμπια λείπουν απ τα πάνω.
Έχω δυο κερια για το βράδυ που όμως δεν τ'ανάβω για να γράψω.
Γράφω ψηλαφιστα, γράφω ακολουθώντας τους ήχους του μολυβιου στο χαρτι
Αν δε μ'αρέσει ο ρυθμος, το κάνω ένα τσαλακωμένο κουβάρι και το πετάω στο πάτωμα
Κι ύστερα ξαναρχίζω...

Και καίγομαι...
Ψάχνω ένα παράθυρο που δεν τ'ο'χω ανοίξει να δω αν από κει θα μπει δροσια
Τίποτε...
Μ'όλα ορθάνοιχτα και πάλι νηνεμία... Μπουνάτσα....
Βρέχω το δάχτυλο με σάλιο και το σηκώνω ψηλά μήπως κι ανακαλύψω κανένα ξεχασμένο ρεύμα να σουλατσάρει στο δωμάτιο... Πάλι τίποτε...
Μύγες που ζευγαρώνουν πετώντας, αστείο θέαμα...
Μα πού χαμόγελο;
Κάθομαι αντίκρυ στο παράθυρο με τα μάτια να κολυμπάνε στον ορίζοντα
Αυτο που σουλατσάρει στο μυαλο μου δεν μπορω να το πω σκέψεις...
Γιατι όταν σκέφτεσαι, παράγεις, κι αυτο που τώρα τριβελίζει τα μηνίγγια μου δεν παράγει τίποτε...
Ούτε εμπρός, ούτε πίσω στο δρόμο...
Σα στατικος και μετέωρος σ'ένα χορο που η μελωδία του μου θυμίζει κάτι που προσπαθω να ξεχάσω...
Κι αέρας δεν φυσάει
Κι η θάλασσα ανταριάζει μ'όλα αυτά
Νηνεμία και φουσκοθαλασσια
Swell το λένε οι ναυτικοι
Προμήνυμα φουρτούνας πού'ρχεται να ξυπνήσει τις κουρασμένες απ'την αναμονη χορδές μας
Και κει που ξεχάστηκε κι ο ύπνος ακόμη
Στο κλεισιμο της μέρας
Άρχισε στη σκεπη ν' αγκομαχάει ο ανεμοδείχτης με τον πρώτο αέρα
Αν είχα παραθυρόφυλλα θά'χαν τώρα φύγει κατα τη θάλασσα
Ξυπνάει επι τέλους το θεριο
Κι ασπρίζουνε οι άκρες απ τα κύμματα
Τώρα που εμφανίστηκε η κυρα σ'όλη της τη μεγαλωσύνη
Τώρα που θύμωσε ο ωκεανος και χύθηκε να καταπιει τους μώλους και τους κυμματοθραύστες
Τώρα που οι μυαλωμένοι σφαλάνε τις πόρτες και βάζουν τα εύθραυστα σε σίγουρα μέρη
Τούτη την ώρα που οι μανάδες σούρνουν τα παιδια με το ζόρι στα σπίτια
Και που οι παλιοι οι ναυτικοι κάνουνε το σταυρο τους
Ε τώρα είναι που παρακαλω να ρίξεις λίγο ακόμη λάδι
Λάδι αιθέριο αποσταγμένο απ των ματιων τις κόχες
Κι έτσι που καίγομαι με μια γαλάζια φωτια
να δώσω μια και παρανάλωμα να κάνω στάχτη ότι περίσσεψε
κι έτσι ελεύθερος
άϋλος
στάχτη
καπνός
ιδέα
επιθυμία
να ξεχυθω απ τ΄ανοιχτα παράθυρα κατα τη θάλασσα
να λύσω κάβους
να υψώσω άρμενα και πανια
να απλωθω στον ανοιχτό ορίζοντα
και μέσα σ αφρους
και σε βρισιες
και δεήσεις στους θεους
να σκορπιστώ μια και καλη
η ερωμένη μου η μεγάλη
στα σωθικα της να με αφομοιώσει...


Αν βρείτε τα χαρτια μου
κάφτε τα στο κατόπι μου...









πρωθύστερο...
τό'νιωθα να κλωτσάει για να βγει...
για κάποιο λόγο αυτη η μουσικη νομίζω
πως καλύτερα του πάει





.

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

περιπλάνηση

περιπλανήθηκα
εκει που χάθηκε η αρχαία κιβωτος
στο παρακάτω του καιρου
στα μέσα σύνορα του νου
κι απομακρύνθηκα
έτη φωτος

κι αν εξορίστηκα
κι έγινε η πίστη ανοχύρωτο φιλι
από σημάδι μυστικο
Ευτέρπη, Ελένη, Ερατω,
προσδιορίστηκα
ψυχη, βροχη

ό,τι αρνήθηκα
τά'κρυψε η θάλασσα νωρις στο βράχο
χρώμα από γνώση
το λήμμα έμπνευση
σαν αναστήθηκα
πορεία νά'χω

καταδικάστηκα
σαν αχιλλεύς για Ελένες άλλων να παλεύω
μα παλινόστησα
στη Μοίρα πως ν'αντισταθω;
μόνος δικάστηκα
δικη μου η Μούσα
κι εγω εδω
σε πείσμα ανθρώπων και θεων
σαν Αχιλλέας
θα συντροφεύω...






σ.τ.Ν. ετυμολογία ονομάτων...
κυριολεξία, αλληγορία
και πολυ αγάπη....

.

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ημερολόγιο #2

είναι κάτι φορες
που δεν έχω πού να χαρίσω λίγη απ τη θλίψη
όχι που μου είναι βάρος τόσο
μα πιάνει χώρο πολύτιμο
κι ούτε θέλω να την πετάξω στ'άχρηστα
την κάνω λόγια, μου βγαίνει αγάπη
την κάνω πέτρες, μου βγαίνει έρωτας
την κάνω αίμα, μου επιστρέφει φως
την κάνω μουσικη
και στέλνει πίσω η ηχω φιλια παθιασμένα


τώρα η βροχη...
σηκώνω την τέντα
στέκομαι με το κεφάλι ψηλα
τα μάτια κλειστα
και κείνη να πέφτει με ορμη
να μου πονάει τα βλέφαρα
τα μάτια
μούσκεμα ως το κόκκαλο
δεν παραιτούμαι
κατεβαίνω το πρωι στη θάλασσα
στην άκρη του μώλου
ανάμεσα σε δυο βάρκες
"Άνοιξη" και "Αη Νικόλας"
νηολόγιον Πειραιως
επιπλέει η χθεσινη μου συννεφια
τη χαζεύω λίγο
πριν ένα κοπάδι πεινασμένα αφρόψαρα
την καταναλώσουν
προκειμένου να αποδοθει δικαιοσύνη
"που πάει η έμπνευση όταν φεύγει;
επιστρέφει με τη βροχη
ανακυκλώνεται
τρέφεται
τρέφει
μεταλαβαίνει θάλασσα
βασανίζει εξαγνιστικα
λυτρώνει..."






μίλησε κανεις;
όχι, η ιδέα σου πάλι...
κι, όμως, γνώριμο γέλιο ακούω...



.

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

κρυφτο...

σε κρύβω στο τέλος του δρόμου
πίσω από ένα περιβόλι με τριανταφυλλιες
έτσι που να μην φαίνεσαι
τόσο που να μπερδεύεται τ'άρωμα σου με τη μυρωδια των λουλουδιων
ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτα
και τα μαλλια σου λυμένα
να δανείζουνε χρυσο το θόλο πάνω σου
εκει στο τέλος του μυστικου
αρχη και τέλος
κι αρχη ξανα
σε κρύβω σ'ένα μικρο καραβάνι με παιδια
που τραβάει κατα τη θάλασσα
πολύχρωμο
τραγουδιστο
χαρούμενο
έτσι που ν'ανακατεύεται το γέλιο σου
με κείνο των παιδιων
με τα μάτια σου ορθάνοιχτα
να κολυμπάνε στο γκριζογάλανο
και να το χαρίζουνε στα πιτσιρίκια
που σουλατσάρουν γύρω στο φουστάνι σου
γαϊτανάκι με θαλασσιες και χρυσαφιες κορδέλλες
εκει που ξεκινάει ένα τραγούδι
στις πρώτες νότες
και στο ρεφραιν που παίζει η λύρα
σε κρύβω
σε ήχο πλάγιο
βυζαντινο
αυτοκρατορική πορφύρα
έτσι που να γίνεται ένα τ'άλικο χαμόγελο σου
με τους μανδύες και τα χράμια
που ρίχνουν οι αυλικοι στ'άλογα
και πορεύεται η κουστωδία
μαζι κι ο χρόνος
κι οι εποχές
σε κρύβω στο καλοκαίρι
να αφομοιωθει το χάδι σου με την άμμο
να γράφουνε πάνω του οι παραθεριστες
τα ονόματα τους
και να κάνουνε ευχες στ'αποτυπώματά σου
σε κρύβω σε αυλες
σε χαμόγελα παιδιων
σε μουσικες
στη θάλασσα
στον ορίζοντα
σ'αρώματα και σε γεύσεις
σε μηχανες και σε κτίρια
σε δρόμους
σε νυχτέρια
σε φώτα και σε σκιες

και πάλι...
πάλι μου περισσεύει τόσο
που ξεχειλίζει αβάσταχτα κάθε βράδυ
τα χαρτια και το μυαλό μου....





καλημέρα...

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

θέατρο

ίδια σειρα
κι ένα άδειο κάθισμα ανάμεσά μας
χωρις εισητήριο
λαθραναγνώστες σ'ένα έργο που δεν έχει γραφτει
δαγκώνεις τα χείλια σου
μ' εκείνο τον τρόπο που προδίνει το νου σου όταν κάνει μικρα ξαφνικα ταξίδια
κοιτάζω το άδειο πάλκο με τον ίδιο τρόπο
τα φώτα στη ράμπα μισόσβηστα
ή μισάνοιχτα
διασταυρώνεται η ματια με τη δέσμη του κεντρικου προβολέα
μόρια σκόνης
χορεύουν στο φωτεινο κανάλι
βρήκαμε τη θέση μας χωρις την ανάγκη της ταξιθέτριας
αδυνάτησες, σου είπα
κι εσύ πήρες πάλι καινούργιο πουκάμισο, μου φώναξες
φορας το δαχτυλίδι με τον αμέθυστο στον δεξιό σου δείκτη
και λαμπυρίζει με κείνο το μαβί φως που σ'αρέσει τόσο
στηρίζω τα πόδια μου στο εμπρός κάθισμα
και τρίζουν οι αρθρώσεις της καρέκλας
με παρατηρείς με τα μάτια
όπως κάθε φορα που γίνομαι άκαιρα θορυβώδης
με κείνη τη μικρη ρυτίδα ανάμεσα στα τόξα σου
"rides d'expression"
χαμογελάω στο πρώτο κουδούνι
έξω ίσως να βρέχει
ξέχασα πώς μυρίζουν τα μαλλια σου
αφήνεις τη πασμίνα σου στ'αριστερα σου
στην άδεια θέση
αντιστέκομαι στον πειρασμο
δένω τα χέρια μου μπροστα
θέλω ν'ανάψω τσιγάρο μα δεν μπορω
ανοίγεις τις λευκες σελίδες του προγράμματος
και γράφεις
γράφεις
μουσικη υπόκρουση
ουγγρικοι χοροι του Μπράμς
κουνάω νευρικα τα πόδια μου
με κοιτας
χαμογελας στο δεύτερο κουδούνι
ίσια μπροστα η αυλαία
κατακόκκινο βαρυ βελούδο
σαν σκέπασμα σε κρεββάτι με ουρανο
σαν τα μάγουλά σου σε έξαψη
δεν χρειάζεται να σε κοιτάξω για να ξέρω ότι καταλαβαίνεις τι σκέφτομαι
μπλεγμένοι στα μαλλια σου είναι
οι σπάγγοι που ξεφτάνε απ το κουβάρι του μυαλου μου
ακουμπας το κεφάλι σου στο δείκτη του δεξιου σου χεριου
κείνον με το δαχτυλίδι
στρίβεις τα μάτια σου στ αριστερα
βλέπεις που σε κοιτάζω
χαμογελάμε κι οι δυο στο τρίτο κουδούνι
τα φώτα σβήνουν
δεν υπάρχουν ενοχες
μόνο η μουσικη
και το σούρσιμο της αυλαίας που ανοίγει
βρίσκω ευκαιρία στο σκοτάδι
πριν συνηθίσουν τα μάτια
βάζω το δεξι μου χέρι στην πασμίνα
το αριστερο σου είναι ήδη εκει
το σφίγγω
κι εσυ...
σσσστ....







πρέπει να σταματήσουμε να βρισκόμαστε έτσι και στα όνειρα...


.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ησυχία (;)

Δώσε στις άφωνες κραυγες
σχήματα που ταιριάζουνε
είναι οι πίκρες ακόμη κοντινές.
Πάνω που ο δρόμος στρίβει
στήνουν τα βράδυα οι κυνηγοι τις ξώβεργες
κι ο δρόμος, είναι όλο στροφες.
Βαριεστημένη ξάπλωσε μια ομίχλη
πάνω στα λόγια που βαρύναν
από το άσκοπο πηγαινέλα της ηχώς
στους πέτρινους τοίχους,
σκουντουφλώντας σαν τυφλη νυχτερίδα
σε ατελείωτους ρυθμους.
Την ώρα που τα φιλια
γίνονται τρυφερότερα
κι έχει ο θρήνος των άδειων χεριων
μια δόξα απ'το χρώμα της Άνοιξης,
πέφτει στην ποδια μικρου παιδιου
ένα αστέρι,
που προλαβαίνει το τραγούδι της ευχης,
πριν φύγει στο ταξίδι του αέρα.
Πίσω από δέντρα,
ανάμεσα στις μπούκλες των μαλλιων,
κάτω από το χρώμα του ορίζοντα,
πάνω στο ίχνος της γραμμης των βλεφάρων,
μετα απ' την έξαψη,
έξω από το σύνορο άγνωστων χαρτων,
ποιο νά'ναι το μέλλον,
που μας κρύβει η μυρωδια της βροχης;
Ρωτάω την αλήθεια.
Κι η απάντηση,
εκείνη η γνώριμη δροσια
πού'ρχεται απρόσμενα, σαν συναίσθημα αρχέγονο,
σαν ξαφνικο φιλι,
προσπαθώντας επίμονα
να κλέψει από τα μάτια
την εποχη της μελαγχολίας...







όποιος αποδέχεται τη μοίρα
είναι και άξιός της...


.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

"τα χρώματα. είν' η ψυχη μας, μ'άλλα λόγια..."



πάνω που κόμπιασε η βροχη, ξεμύτησε ένας ήλιος
κι αιτία ανήμπορος να βρει, μ'έριξε στη φωτια
στο κατευώδιο μιας ευχης, έγινε η νύχτα φίλος
σφυράω τρεις, κι ανάποδα, πορεία για το Νοτια

γαλάζιος φάρος στο γκρεμο, και γράφω μιαν αράδα
είναι μια ανάσα μακρυα; για εκατο οργιες;
νύμφη από ήχο, πού'κλαιγε κι έβγαζε σοροκάδα
γέλιο από κύμμα, πού'σκαγε και μ'άφηνε πληγες

χάδια απο ιδρώτα αβάφτιστα, φιλια που δε νογάνε
στον κάβο στρίβω, και βαρω της θάλασας ρυθμους
τι έχασε; τι κέρδισε; ποια τρέλλα μου χρωστάνε;
πάω να μετρήσω τη καρδια, χάνω τους αριθμους

τόξο από χρώμα, και οσμη βρόχινη, σα θυμάρι
γεύση από μέλι και γυαλο σε ψίθυρου ορμη
αν θέλει λύτρα ο θεος, ας έρθει να τα πάρει
γυμνος, χωρις αποσκευες, βουτάω στη στιγμη...







τι κάνει ένα ψιλόβροχο...
κι ένα βλέμμα στο χρώμα τ'ουρανου
σαν εκείνο εκει, στο βάθος...



υ.γ. ένα σύμφωνο παίζει κρυφτο... μη γελαστείτε...


.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

νυχτερινη αναπνοη...

Αναπνοες...
πάνω στις κορυφες των δέντρων
των πεύκων
στις νευρικες απολήξεις της θάλασσας
του αέρα
με τον αέρα
Ανάσα...
Στέκει,
πίσω απ'τη γωνιά
λυγάει στο δρόμο
ξεχύνεται στις αυλες και στο μώλο
σκουπίζει τα κατώφλια
Να!
στρίψανε βιαστικά στις φτέρες
Μπουλούκι
όνειρο
ή σαν όνειρο
Γυρίζει και κοιτάει κατα τις στέγες
που αγκομαχουν απ το βαρύ της νύχτας
κι έπειτα
απλώνει το χέρι με τα μακρυα, λιγνά ακροδάχτυλα
και φτιάχνει τρεις σταγόνες καλοκαίρι στο καταχείμωνο
Πώς να ποτίσει τις ελιες;
Του είχε τάξει,
με τα μεγάλα τα μάτια της,
βασιλικο για το πρωι
και τριαντάφυλλο του βραδυού
Κι έπειτα!
ανθίσανε στις μνήμες του ονείρου και της θάλασσας
γλυκα
τραγουδιστα
απέραντα
σαν απ'το σκίσιμο της πέτρας βγαλμένα,
χρώματα
χρώματα
χρώματα

είπε:
-να πω πως ήρθε η Άνοιξη;
-πες πως εγύρισε η μέρα φύλο...







.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

μικρο οδοιπορικο θαλάσσης

δεν έχω άλλο μυστικο
στα κάστρα πέφτουνε τα τείχη
δεν έχω λόγο να κρυφτω
θα με προφτάσει η θεία δίκη

δεν έχει μέτρο η ψυχη
κρεμαω σημαίες σε κοντάρια
αν ζούσα σ άλλη εποχη
θά'παιζα τη καρδια στα ζάρια

το αίμα πια δεν το διψω
τα όπλα μου τά'χω πετάξει
να κατακτήσω δεν ζητω
παρα αυτα που σού'χω τάξει

δεν λογαριάζω τη φωτια
στο ψέμα στήνω μια παγίδα
ριχνω στο πέλαγο καρφια
βάζω στη μνήμη μια σφραγίδα

ποια θάλασσα δεν με χωρα
και ποια ανάσα με λυτρώνει;
σ'είχα ξοδέψει μια φορα
και τώρα που ο καιρος γυρνα
τον έρωτά μου ξαργυρώνει...






όπως κάποιοι ίσως έχουν καταλάβει,
έπεσα πάλι σ'ένα ζόρικο...
αυτο για να μην μένει αραχνιασμένο το ενυδρείο...


.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

υπόσχεση

με ξέβρασε η θάλασσα, κορμι που δε κοιμάται,
ένα παλιο ναυάγιο σ'αρχαίο ωκεανο
ποιος ξέχασε δεν ρώτησα, μήτε και ποιος θυμάται
κρατάω στο χέρι θύελλα, στο στόμα κεραυνο

με χόρτασε κι η κόλαση, σκύλος δε με δαγκώνει
δέκα που έχασα φιλια, κι ένα που περισώνω
πενήντα οργιες στη πρύμη μου το κύμμα με σηκώνει
τη τρέλλα μου έχω φυλαχτο, κι ένα θεριο λοστρόμο

με γέλασε η σκρόφα η γη, που τόσα μού'χε τάξει
έκρυψα μεσ'στο σάκκο μου μολύβι και χαρτι
κι όσα έστερξα ν ανταμωθω, έχουνε πια πετάξει
ρίχνω στη θάλασσα κρασι και σπάει η κουπαστη

με πρόδωσε ως κι η τύχη μου, κι έχασα τη πορεία
στο Γιβραλταρ ξερίζωσα το βράχο στο φτερο
ποια μ'έσωσε αποκοτια; ποια μ'έκαψε ιστορία;
ποια μάγισσα με ορμήνεψε τα χνάρια για να βρω;

σε γλώσσα αρχαία, μυστικη ξορκίζω τους δαιμόνους
στό'πα πως κείνο τ'όνειρο το έχω ιερο
στρέψε μου μια το βλέμμα σου, κι ας πήρες άλλους δρόμους
για κείνο κι απ την Άβυσσο μπορω ν'αναδυθω...







μη φοβάσαι

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

φωτογραφία

πέρασες σαν τον υδράργυρο
μέσα απ το γυαλι του φωτοφράχτη
και δηλητηρίασες δημιουργικα το φιλμ
χωρις ν'αφήσεις εν πρώτοις ίχνη...
σ'αυτες τις ανταύγειες ξαναγεννήθηκα
όσο αγκιστρώθηκαν οι εικόνες
κι έγιναν αρνητικο
κι έπειτα πάλι εικόνες
σε κάποιους σκοτεινους θαλάμους
του μυαλου μου
αποτυπώθηκαν σε χαρτια χρωματισμένα
η θάλασσα
ο έρωτας
κι η γνώση
που από νωρις είχα διακρίνει
μα θόλωνε τα μάτια μου
το πούσι
και το λευκο το δαντελάκι
απ του κύμματος την άκρια...





κι ακόμη εντός μου είναι....






.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

κομάτια κι αποσπάσματα

τώρα εδω
ησυχία
ν'αναλογίζομαι γρήγορα πλάνα
κι ο φωτισμος
να μπαινοβγαίνει απ τους φωτοφράχτες
κι όλη η παράσταση
να κυλάει αργα
σαν ύστατη εξομολόγηση
αργα αποκαλύπτοντας
τους πρωταγωνιστες πισω απ τις σκιες
που ονειρεύονται και φλερτάρουν
κι αδημονουν
και καπηλεύονται
κι όμως αντέχουν στην αποκάλυψη
κι ηθοποιουν κι αναδεικνύονται
απ'την λάμψη των ηλεκτρικων προβολέων
κι έτσι ακροβατουν στη ράμπα
επικίνδυνα πλησιάζοντας τα δόκανα
κι αραχνοπατώντας
πάνω στις ανυποψίαστες συνειδήσεις των θεατων
τρυπώνοντας βιαστικα πίσω απ την αυλαία
καταφύγιο τελευταίο βρίσκοντας
απ τις βουβες βρισιες
κι απ τα άδεια, θορυβώδη χειροκροτήματα...





μια αποχώρηση
αφήνει στον μέχρι πρότινος απρόσωπο χώρο
τις παλμικες δονήσεις
μιας συνεχιζόμενης παρουσίας
κι εγω,
μοναδικος εναπομένων
εν μέσω κενου σταδίου
έναστρη νύχτα
υπεριπτάμενος του εδάφους
έρμαιο των συναισθήσεών μου
προσπαθώντας μιαν ακόμη εξερεύνηση του αγνώστου
και μια φωνη απ το υποβολείο
μου τραγουδάει σε ντο ελάσσονα
"αντι να προσπαθεις να βρεις αυτο που δεν υπάρχει
καλύτερα προσπάθησε με κόπο να το χτίσεις"






δεν είμαι έξω...
είμαι τόσο μέσα,
που καταφέρνω και κυκλοφορώ αθέατος.
σε δρόμους, που απλώνονται
πίσω απ τις πιο απίθανες αιτιολογήσεις
χτίζονται επαύλεις
για να στεγάσουν
των μακρυνων αναζητήσεων
τους επίδοξους εραστες.
όμως δεν αναρωτιέσαι
δεν υποψιάζεσαι
δεν ψάχνεις καν
την συνταγη αυτης της εφήμερης ευημερίας.
κι αναριγας
για λίγο έστω
για μια στιγμη που θα κλέψεις λαίμαργα.
κι έπειτα
ερήμην καταδικάζεις την ευαιασθησία μου
ως αδυναμία,
με αντάλλαγμα
την ανεμπόδιστη διέλευσή σου
μέσα απ τις ερημικες κι άγονες εκτάσεις
που νόμισες, ανόητα,
πως από εγωισμο και ματαιοδοξία σου έκρυβα...





μας προσέχω...
σε μικρες δόσεις
για να μην μας πειράξει...

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

άστιχα και άστοχα...

Ερωτοκόριτσο!
τραγούδησε το όστρακο,
κι απλώθηκε να μάθει την αλήθεια
χορδες ταράζοντας
ανακαλώντας παραμύθια
τη γεύση δοκιμάζοντας
στα χείλια ενος θαλάσσιου ταξιδιου

"Κρύψε στο βράχο
ό,τι δεν έμαθε να δέχεται η θάλασσα
το καλοκαίρι χάλασα,
λιγότερα να μάθω ν'αναμένω
απ των ανθρώπων την πηγαία ευγένεια
κι από των ράθυμων καιρων
τη σκληρωσύνη....."




-----------
αχάραγα
και το βουνο πολύχρωμο
κάτω απ τη φεγγαρόλαμπα
χορδες μαύρες, ασημένιες και κυπαρισσιες
ασυνάρτητα ριγμένες 
η νυχτερινη κοψια της αγριάδας του...
τούτο το βουνο
γλυκα ζωντανεύει τη νύχτα στα μάτια της
τη βραδυνη γαλήνη μιας απόφασης....




 ------------------

η λιγοστη μας όραση
τύφλωσε κι αυτα τα πράγματα που ως τώρα κοιτούσαμε
τι να χαζέψεις;
που γίναν οι εικόνες πέτρες και σου λιθοβολουν τα βλέμματα
που τα χρώματα,
που γεννηθήκαν για να συμπληρώνουν τα αυτάρεσκα τοπία,
γίνανε εκστάσεις στ' ανέραστα ημερολόγια των μοναχικων
Αν,
έβρισκες πάλι έστω και μια χούφτα απ την  χαμένη μας ευδαιμονία
ίσως,
να έβρισκαν μοιραία αιτία να συμβουν οι ήχοι
εκείνοι που δεν είναι μουσικες
εναρμονίζονται όμως εξαίσια
με τις χρωματιστες κινήσεις
στις άπιαστες τροχιες των ερωτευμένων αποδημητικων...



----------------


ποιος έβρισε τις όμορφες καλοκαιρινες μέρες;
πιρκους χειμώνες τώρα δικασμένος να μετράει...
ποιες φυλακες δεν χώρεσαν
τη θλίψη των πεσμένων φύλλων;
κι απλώθηκαν μικροι ιστοι
πάνω στ'ανόητα μυαλά μας...
ποιοι αρνήθηκαν τη λάμψη μιας πυγολαμπίδας
κι έπειτα στραβώθηκαν
αγγίζοντας τις σκοτεινες τροχιες
των προβολέων...
πού χάθηκε η αγρύπνια των βουνων
κι η αγγαλια της θάλασσας;
ψάχνοντας στ'όνειρο
χαμένους δρόμους
κι αποκοιμήθηκε η λιγοστη μας σύνεση
στων αγαλμάτων τα πέτρινα προσωπεία
πότε θα λύσεις τα χέρια σου
στην αγγαλια σου να χωρέσει το τοπίο
και το ταξίδι του Ιάσωνα
και του Οδυσσέα η αποκοτια
πού φυλακίσαμε 
τη λιγοστη ευαισθησία μας
σ'ένα κελι απρόσιτο
καταδικάζοντας την ευτυχία μας να ζήσει;
κι εμεις μαζι της θεατες.
αυτόπτες δήμιοι του εαυτού μας
-περνάει ο καιρος;
-περνάει...

κοίταξε,
αν ξεδιπλώσεις το πανι
θα ξεκινήσουμε
λύσε και χέρια
κλείσε και μάτια
στο κατόπι του καιρου
ίσως φτιάξουμε λίγη γαλήνη...



--------------------------

 




σκόρπια και ξεχασμένα....



Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

ένα χρόνο πριν

Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
Σου δίνει πίσω ό,τι έδωσες
Ο χρόνος πρόστυχος και κλέφτης
Να με κρατάς εκει που πέφτεις
Να μου φυλάξεις ό,τι έκρυψες


Στις αμμουδιές ψάχνεις για πέτρες
Στις ερημιές βρίσκεις πατήματα
Φεύγουνε πίσω μου οι μέρες
Είμ' ένα όπλο δίχως σφαίρες
Φτιαγμένο για ανδραγαθήματα


Τ' άσπρο χαρτί τρελλό μεθύσι
Αφιόνι, σπίρτο και καημός
Βροχή που στέρνες θα γεμίσει
Σπαθί το γόρδιο που θα λύσει
Ήλιος και καταποντισμός


Το φαγητο χωρις αλάτι
Κι έρωτας δίχως οργασμό
Κλεισμένη σε χρυσο παλάτι
Μετράς τις ώρες. Λείπει κάτι
Θέλεις φωτια, θέλεις σεισμό


Τ' άσπρο χαρτι σκληρή αλήθεια
Φιλι και στάχτη και αέρας
Κι όποιοι σου έταξαν βοήθεια
Φτηνα, χυδαία παραμύθια
Ψέμματα κι όνειρα μιας μέρας


Σβήνω στη χούφτα το τσιγάρο
Είν' οι πληγές μας ότι σώσαμε
Βάζω στον έρωτα φουγάρο
Χρυσό βραχιόλι θα σου πάρω
Ζωη μας είναι ό,τι δώσαμε...


-------------------------

"...Δεν με πειράζει να ζωγραφίζεις πάνω μου.
Κι ας το κάνεις φορες φορες με αιχμηρα αντικείμενα.
Τα εύσημα δικά σου."

-------------------------




μου είχες στείλει εκείνο το πρωι:
"ζωη μας είναι τελικα αυτα που δίνουμε"
εγω στάθηκα, και μέτρησα
κι ακόμη που μετράω, όλα καλα δωσμένα


.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

επίκληση

ας μ'ανταμώσουν οι βροχες κι έχω πολυ διψάσει
στην δεξια τη κουπαστη ξενύχτησα γυρτος
ήτανε μπόρα τροπικη που τώρα έχει περάσει
μπάρκο του Ισημερινου, που χάλασε ο καιρος

κλειστο το στόμα, κι απορεις φωνη γιατι δε βγάνει
κι απάνω απ τη κουκέτα σου η νύχτα του van gogh
κάποτε σού'πε σ'αγαπω, τό'σωσες μα δε φτάνει
με τό'να πόδι στη στερια και τ'άλλο στο βυθο

μιλω κι έχω τα μάτια μου στη θάλασσα στραμμένα
αν τη κοιτάξω μια φορα, ζαλίζομαι, μεθώ
Σειρήνα, Κίρκη, Καλυψω, πού τά'χεις φυλαγμένα;
κείνα τ' αστέρια πού'κρυψες ακόμη τα ποθω

ας μ'ανταμώσει η θύελλα, που ρίζες δε μου πάνε
κι η Θάλασσα π'αγάπησα, με το στερνο φιλι
ας πάρει από πάνω μου όσα δε μου χωράνε
κι εγω ας σφραγίσω το φευγιο με αίμα και κερι...






αμην...

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

σκόρπια κι ασυνάρτητα....

στέκεται ο κόσμος
ηδονοβλεψίας
στη μελαγχολία των τραγικων μου αναμετρήσεων με το "αργα-ή-γρήγορα"
στέκομαι κι εγω
παρατηρω σαν θεατης απ την κερκίδα να ξετυλίγεται η ιστορία
στο πέτρινο θέατρο που κοιτάζει δυτικα,
στέκεται στο πλάνο κι ένας πορτοκαλής, στενάχωρος, νυσταγμένος ήλιος
και η παράσταση μια κακογραμμένη κωμωδία
χορος
πρωταγωνιστες
ντυμένοι σαν μόλις να  ξύπνησαν από κακο όνειρο
οι μουσικοι με αυλους και κύμβαλα στο περιθώριο εμπρός απ τη σκηνη
κουνουν χέρια, δάχτυλα, ξεφυσουν
μα ήχος δεν τους λυπάται να κάνει την παρουσία του αισθητη
δεν βρίσκει αυτια να ξεκουραστει η μελωδία
και τραβάει καμαρωτη καμαρωτη για το παρασκήνιο
όσοι αντέχουν τη σιωπη επικεντρώνουν τις αισθήσεις στην κίνηση
οι άλλοι περπατουν προσεκτικα προς την έξοδο
δαχτυλοπερπατώντας μην ξυπνήσουν τα μάρμαρα
στάθηκε ο κόσμος ν αφουγγραστει το σούρσιμο που κάνουν οι κόθορνοι στο χώμα
στάθηκε η ψυχη μου να καταπιει και να χωνέψει τις πέτρες που νόμισε για γλυκα κεράσια

κι αν αιθεροβατω,
ανεβαίνει το τραγούδι στίχο το στίχο να με φτάσει και να με προσπεράσει
σκαρφαλώνει στο σκηνικο και σαλτάρει σε λόγια που έχασαν κι αυτα το δρόμο τους
σκαλοπάτια μιας αέναης αναζήτησης για την ευημερία
λόγια και έργα
κορμια και καρφια
ονειρικες αναπαραστάσεις εξωτικων προορισμων

στέκεται ο χορος ακίνητος
στατικο καραβάνι επι σκηνης σ'ένα έργο χωρις αίσιο τέλος
δεν υπάρχει απο μηχανης θεος
δεν υπάρχει κορυφαίος στο χορο
κι οι ερμηνίες, ερυνίες...
πριν την παράσταση θυσιάσαμε στο Διόνυσσο
χόρεψαν οι μύστες στο θυσιαστήριο και ταϊστήκαν οι πιστοι κομμάτια απ το σφαγίο
χρησμος δεν βγήκε
κι η παράσταση ξεκίνησε μ'έναν αλλαλαγμο επιδοκιμασίας
ποιος έκλεψε την έμπνευση και που την κρατάει φυλακισμένη;
τελευταία σκηνη


όταν κρύβεσαι πίσω απ τις αστραφτερες ασπίδες της επιθυμίας,
πρέπει να ξέρεις,
πως μόνο η καθαρη σκέψη διαπερνα τους τοίχους της άρνησης
πως ο βυθος απέχει απ το κύμμα μιαν ανάσα
ένα φιλι
κι όπως ο έρωτας είναι βλαβερος για όσους δεν αντέχουν την αλήθεια,
έτσι κι η συγγνώμη είναι μια αποδοχή όσων δεν πιστεύεις δικά σου...

Αυλαία...
Χειροκρότημα (;)
Υπόκληση
encore
Τελευταία στροφη
άδειο θέατρο...
μυρωδια πεύκου
Νύχτα
Βροχη
Ησυχία!
ας κοιμηθούμε τώρα αγγαλια με τις αντιρρήσεις μας...
Καληνύχτα.


Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

δανεικο...

Συνομιλία


Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶς ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!



 Charles Baudelaire (1821-67)




 αντι για δικο μου
το βρήκα τυχαία, όταν γι άλλα έψαχνα
σα να μ'αρέσει πολυ
θά'θελα να τό'χα γράψει...

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

ξεθωριάζω...

Είναι γραμμένο με φωτια σε συναξάρι
Με μία πέννα από φοίνικα φτερό
Ανατριχιάζω όταν πιάνεις το δοξάρι
Όταν καμμώνεσαι πως ξέρεις το ρυθμό
Και ξεθωριάζεις...

Στυγνό κι αχόρταγο φιλί στον αφαλό σου
Οταν λικνίζεις τις λαγόνες σου απαλά
Αρχαίος μύστης φοβερός στον οργασμό σου
Ξαναβαφτίζομαι στα πρώτα σου νερά
Και ξεθωριάζω...

Μιλω στη θάλασσα κι ακούω τα όνειρά σου
Στ' άλικα χείλη σου κυλούν μαργαριτάρια
Απ το άρπαγμά μου μη λυθείς μονάχα βιάσου
Τουτη την ώρα που το Συμπαν παίζει ζάρια
Και ξεθωριάζει...

Σταλάει στους ώμους σου ιδρώτας και φωτια
Καίγουν το στήθος μου τ απρόσιτα φιλιά σου
Σ εχω στον κόρφο μου μικρη δεντρογαλιά
Κι όσα στα μάτια μου κοιτάς, είναι δικά σου
Και ξεθωριάζουν...




κάποια πράγματα δεν πρόκειται να ξεθωριάσουν ποτε!
ποτε! μ'ακους;

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

εκει-εδω

είμαι εδω
μα έχω το στίγμα της τρέλλας
μιας λογικης
μιας αρρώστιας που μου κάρφωσαν στα μάτια απ'όταν γεννήθηκα
να μισω τις ιτιες και το μοιρολάτρη αέρα
και οι καιροι ψυχοβγάλτες
κι ας ακουμπω τη φωνη μου τα μεσημέρια στο πράσινο των πεύκων
και στο μαβί του νέου ορίζοντα

είμαι εδω
μα τούτη μου τη στείρα απόγνωση θα παραδώσω στα σκυλια
μαστιγωμένη απ του καιρου την αναπάντεχη διαδοχη
σαν κούφιο κόκκαλο
σαν κρέας σάπιο
σαν αίτιο αποσύνθεσης
κι είδα
και γνώρισα
κι είμαι εδω
κι ας αγάπησαν αυτους που έφυγαν
αυτους, που όταν δείχναμε το φεγγάρι
κείνοι χυδαία άγγιζαν το γυμνο στήθος της γοργόνας
κι έφριξαν τα κατάρτια
ν'ανατριχιάσουν
το βράδυ, κάτω απ την πλώρη, σκάλισα της άγγυρας λίγην αλμύρα
σκόνταψα σ'ένα κύμα
κι έπεσε στο λαιμό της τ'αλάτι
πόσο έμοιαζε με τη θάλασσα το χαμόγελό της
στου κοραλλιου το χρώμα
στου βυθου τη γεύση

κι ήμουν εκει
και πήρα το χαμόγελο σκοπο μου
στην άκρη του γυαλου ξεβρασμένος
εκει που ο χείμαρρος βαρέθηκε ν'αγκομαχάει
κι έγινε ποτάμι να χαϊδέψει τα δάχτυλα της θάλασσας
κι εκείνη τον ρούφηξε
και τον έκρυψε μέσα σ'ένα διάφανο κύμα
πού'ρθε νωρις για να ξεπλύνει με νερο κι αλάτι
τα υπολείμματα της οδυνηρης παρουσίας μου στην άμμο
έπειτα
το νερο έγραφε κι έσβυνε ατελείωτα
την ίδια γνώμη

ήμουν όμως εκει
κι ανάστησα τα πεθαμένα όνειρα
την παρουσία μου οφείλοντας να δικαιώσω
χωρις ντροπη για όσα δάκρυα ήταν κλεμμένα
για τον ήλιο,
που με πονηρια παγίδεψα σε μιαν εικόνα
για το γαλάζιο,
που γέμισε ένα ποτήρι.
κοκκίνισμα φτηνο
στ ακροδάχτυλα του πρωινου
φυλλομετρούνται τ'αδέσποτα ταξίδια των λέξεων
κι εκει,
που το βράδυ μάλωναν δυο θάλασσες
γεννήθηκε μια τρικυμία
και έστειλε τη μυστικη δροσια της μουσικης της

να σου χαρίσω πίσω τα νερα βαμμένα θαλασσια
να ακουμπας τα μάτια σου όταν κουράζεσαι
να τ'αφήνεις να στεγνώνουν
ή να τα βαφτίζεις ν'αλλάζουν χρώματα

και νά'μαι εκει
κάποιας ανάγκης άγνωστης προσκαλεσμένος
να σε μετρήσω με το μέτρο του ανέμου
με το μάκρος των μαλλιων
με το βάρος του ονείρου
με τα σκαλοπάτια του μυαλου
με τη φλόγα της καρδιας
με την ανεμελια του κορμιου σου

κι εκει να δω
σε καθρέφτες διάφανους και σιωπηλους
να μεγαλώνει και να μικραίνει η ιστορια
με τις κόρες των ματιων σου
κι εκει
να γράψω
μ'ανεξίτηλες τροχιες
κάπου στο βάθος
απ'τα πρόστυχα τα μάτια καλα προφυλαγμένο

είμαι εδω!




.-

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

wake me up...

Leaning alone, in a big exhausted rock, can't breathe the air
Figuring out how much power 's left in me to light the flare
Drifting around, screaming in a deep and dreadful nightmare
All of my skills didn't help me stay away from devils lair

And all of the sudden, something stroke me, something bigger than the sun
All of the sudden, something vicious made me drop my only gun
Felt it inside me, growing stronger every time I used my spear
Dive in the mud, fighting, biting, reaching at no sense of fear

Illusion,
Confusion,
Kisses lost in dreamless world
Remember,
Surrender,
Let me loose I'm uncontrolled
Wake me up, I want to see your mind unfold

Crossing the bridge, leaving trails that you could follow
Seed of revenge, convert my soul empty and hollow
And broken glass, hanging from earrings like a jewel
Fall back and crash, leaving the pieces down is cruel

And then it hit me, it meant to kill me but I'm strong
And then it lit me, it meant to burn me but it's wrong
Felt it to split me, I end up writing up this song
Pledged to deceive me, I never knew where I belong

Perfection,
Reflection,
Inside my head I feel the quake
Perceiveness
Forgiveness
I made again the same mistake
Wake me up, I want to win the final stake









 καλοκαίρι 2009, revised..
πολλα έρχονται,
η έμπνευσή μου έφαγε μια θεαματικη κλωτσια προς τα μπρος...

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

tribute "G. G. Marquez"

"...Κρατα αυτους που αγαπας κοντα σου, 
πες τους ψιθυριστα ποσο πολυ τους χρειαζεσαι,
αγαπα τους και φερσου τους καλα,
βρες χρονο για να τους πεις συγγνωμη, συγχωρεσε με, σε παρακαλω, ευχαριστω 
και ολα τα λογια της αγαπης που ξερεις. 
Κανεις δεν θα σε θυμαται για τις κρυφες σου σκεψεις..."


παραθέτω το παραπάνω απόσπασμα απ το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Gabriel Garzia Marquez
για όποιον δεν το έχει διαβάσει το συνιστω
γιατι το ανεβάζω; 
απλα γιατι κάποιοι ίσως ν αναρωτιούνται γιατι γράφω
ή γιατι ανεβάζω παλια μου κείμενα σκονισμένα που δεν τά'χει ξαναδει το φως
όχι, δεν προσπαθω ν'αναστήσω, ούτε να κάνω μνημόσυνα, ούτε φοβάμαι τη μοναξια...
τη δικη μου, ή τη δικη τους
στ'αριστερα του ενυδρείου έχω γράψει απ την πρώτη μέρα που το άνοιξα κάτι
κι αυτο ισχύει ακόμη
στον καθρέφτη μου μιλάω πιο πολυ
κι όλους εσας, ευχαριστω από καρδιας για την παρέα...

με τα πολλά τέλος κατάλαβα πόσο αληθινη είναι η τελευταία πρόταση
κι όχι πως πασχίζω από κάποια θεμιτη ή αθέμιτη ματαιοδοξία να με θυμούνται.
στην ουσία της προτροπής του μεγάλου δάσκαλου,
θέλω να με θυμούνται γι αυτα που είπα και λέω
για αυτα που έκανα και κάνω
για όσα πίστεψα και πιστεύω
για όσα πάλεψα και για κείνα θα που πολεμάω ως το τέλος
κι όχι να εξωραϊζουν τη σιωπη μου και την απουσία μου με δανεικα...
θέλω να θυμούνται αυτα που λέω
να νιώθουν αυτα που έκανα
κι ας ξεχαστω εγω...
κι ας μην είναι πολλοι αυτοι 
ας είναι ένας




αγαπάω 
ερωτεύομαι
πονάω
κόβομαι
πεθαίνω κι ανασταίνομαι...
και ξανα
ξανα...
δεν τελεσιουργει ο έρωτας
τελετουργει...
κι αν είσαι πιστος
μεταλαμβάνεις...
ξανα
και ξανα...





πάμε τις βόλτες μας παραπέρα λοιπον;

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

πρόσκληση

Έλα
Στο άκουσμα της πρώτης σάλπιγγας της πανσέληνου
μια χούφτα σκόνη ήλιου
φυλαχτο κρατώντας
Ανάτειλε ατέλειωτες φωτιες
μορφής γλυκειας την παρουσία,
στρίβοντας στη γωνια με τα κυκλάμινα
Ο ουρανος
διαβάζει στα μαλλια,
γραμμένο με το στίχο του αέρα,
τραγούδι μιας βραδυάτικης γαλήνης
Είναι οι λέξεις μου φτωχες

Έλα
Ν'αφήσω ακουμπηστα τα χέρια
στα δώρα της Άνοιξης
Η σιωπη δεν έχει ήχο απόψε
Χώρεσε την απόγνωση μιας φτέρης
μικρος λυγμος
αναλαμπές και φώτα σε βιτρίνα
διαφημίζουν το κακόγουστο αστείο

Έλα
Δίνω τη θλίψη σ'αργυραμοιβο
Φώτισε με χαμόγελα
των νήπιων το ένοχο κλάμμα
Την αμαρτία που δεν γνώριζαν
να μάθουν θα ποθήσουν
Τα ίχνη ακολουθώντας
που κάνει δείχνοντας το δρόμο
το πέρασμα μιας προηγούμενης ύποπτης συνείδησης

Έλα
Κρυμμένη περίτεχνα στο αγγάλιασμα των φύλλων
Αντικρυστα στο άγγιγμα της νύχτας
Γλυκεια συνένοχη ενος κρυμμένου μύθου
Ζωγράφισε σ' άσπρο χαρτι
τα ξεχασμένα πράσινα τοπία
τη μουσικη
και τις αργες κινήσεις της Σελήνης στη θάλασσα

Έλα
Των διπλωμένων βράχων
και της παγωμένης λίμνης
Γλυκο κρασι σπονδη στον Ποσειδώνα
Σαν ξεχασμένη λέξη σε παλια ευχη
Χαρούμενες σημαίες στις αυλες
Κρυφομαδουν οι προπομποι τις μαργαρίτες
-Νά'ναι η αγάπη κοντινη;
Και ξεδιπλώνει η πορεία
τους δρόμους της σιωπης και της βραδυνης νηνεμίας
Δεν περπατάμε πια μόνοι
και ενεδρεύει πίσω απ τους πεσμένους φράχτες
αγρίμι κι όνειρο
η γνώση της χαρας
Φύλαξε λίγο απ το φιλι του σήμερα
το αύριο να κάνεις πλουσιότερο

Έλα
Τους στοιχειωμένους τοίχους
τραυμάτισε μ'ένα κρυστάλλινο μαχαίρι
Και χάρισμά σου!
του άστρου του νιογέννητου το πρώτο φως
Δεν ορίζει τέλος η μνήμη...
Απόσταση κρατώντας απ το κρύο
Αποσπάσματα έργου προσεχους
Αφιερώνω σου ολόκληρο χορο!
Κι αν δεν θα νιώθεις άνετα στην τόση δόξα κι ευδαιμονία
φυλάγω ακόμη μυστικη,
κάμποση απ την αγάπη,
που δεν πρόφτασε να γίνει
μοιρολογήτρα των κρυφων μας κι ανεκλπήρωτων πόθων

Έλα,
και καλοσύνεψε ο καιρός
για να δεχτει τα χρώματα που λείπουν...



.

παιχνίδι

-πώς σε λένε;
-δεν έχω όνομα
-πόσων χρονών είσαι;
-εκατο
-όχι δεν είσαι!
-που το ξέρεις;
-το βλέπω
-που;
-στα μάτια σου
-γιατι;
-γιατι είναι πεντακάθαρα
-και λοιπον;
-των γέρων είναι κουρασμένα
-μα δεν είμαι γέρος
-πόσων χρονων είσαι;
-εκατο
-ε τότε είσαι γέρος
-δεν είμαι
-μπορεις να τρέξεις;
-μπορω
-να σκαρφαλώσεις στη λεμονια;
-μπορω
-να σηκώσεις το σπίτι;
-μπορω
-μπορεις να με παραβγεις στο ψάρεμα;
-δεν ξέρω
-μα τα μαλλια σου δεν είναι άσπρα
-ε και;
-αν ησουν εκατο χρονων θα ήταν!
-μπορει, είχα όμως ένα παππου που τα μαλλια του ήταν μαύρα σα το κάρβουνο
-και τα μάτια του;
-δεν θυμαμαι
-όλο ξεχνας
-έχει ζέστη
-φεύγω
-θα με φιλήσεις πριν φύγεις;
-τί'ναι το πριν;
-τώρα
-λες αλήθεια;
-ναι
-τότε σε φιλω
-.....


αυτο το παραπάνω
γραμμένο σε θαλασσι χαρτι με κόκκινο στυλο
κάθε φορα που το διαβάζω χαμογελάω
τ ανεβάζω για να μην το ψάχνω στα χαρτια...
:)

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

σκόρπια...

έστρεξε άστρο μυστικο να γίνει
μια ανάμνηση,
που δεν θυμάμαι πια τ'όνομά της
των πράσινων των λόφων,
Γη
ησυχασμένες μαργαρίτες
στολίζουν της, τις ξοδεμένες μέρες
ακριβοθώρητη πού 'γινε...
στο ενδιάμεσο λευκων σπιτιων
στ' ανεβοκατέβασμα υδάτινης γραμμης
μιας ευλογίας, σχεδον μητρικης,
το πρώτο "είθε"
η δόξα της ανθρώπινης λαλιας,
που να μιλάει ξέχασε,
στις φλόγες παραδίνοντας
τις άκριες των πεύκων
και το χρώμα της Σελήνης
γλυκεια βροχη
τα υπολείματα της άσκοπης θυσίας,
συλλέγεις στο τραγούδι σου
ύστερα θάλασσα
κι έπειτα πάλι βροχη
για να θυμήσει
την προσμονη των πληγωμένων ρούχων
για τις καλοκαιριάτικες ευχες
που θα ξανάρθουν
στον τρίτο χτύπο του ανυπόμονου ουράνιου τόξου...




κάπου ανάμεσα στο δεκαεφτα και στο ενδιάμεσο....
μυρίζει άνοιξη στο τέλος του φθινόπωρου
κάπως έτσι την αντιλαμβάνομαι τότε



δυό καλοκαίρια μετα
κάπως έτσι μυρίζω το χειμώνα
είναι τέλος αυγούστου....


Όταν χάριζα στην έμπνευση μια ξανθια τρίχα απ' τα μαλλια του καλοκαιριου, κι ένα μικρο περίεργο συναίσθημα για την υποβόσκουσα αναισθησία των πάλαι ποτε ευτυχισμένων, ήταν που εύκολα οι καιροι έδειχναν τις προθέσεις τους.
Τώρα, στην άκρη του σπάγγου, δεμένα με πολύχρωμες δικαιολογίες, φιλια απαγορευμένα, από μιαν απόσταση που ήρθε να δικάσει τα άδικα. Να δικαιώσει τους εφιάλτες και τους Εφιάλτες.
Οι ήχοι μας αναιμικοι πια και προεκτάσεις μιας ύποπτης ματαιοδοξίας που συμβαίνουν μόνο όταν η πανσέληνος ευεργετικα φωτίζει τις πληγωμένες θάλασσες.
Όταν θα πάψουν τα νερα να δέχονται τα σκουπίδια μας και τις προκλήσεις μας, τότε πού θα βρουν οι γίγαντες να ακουμπουν τα μάτια τους; Κάτι θλιμμένα κι ένοχα ηλιοτρόπια θα απομείνουν να προστατεύουν την ετοιμόροπη Ατλαντίδα.
Στους πολέμους που ανοίγονται, δεν συμμετέχει το καλο, ούτε το κακο. Μονάχα άνθρωποι που λυσσομανουν και δαγκώνονται για ένα ξεροκόμματο ευδαιμονιας, κι εκείνοι που νόμισαν πως μπορουν να χορτάσουν την πείνα τους με νεκρες συνειδήσεις. Κανιβαλλίζοντας. Προχωρώντας στο ανάμεσο νεκρων στρατιωτων.
Υποθέσαμε πως ήταν ο καιρος μας, και ξανανοίξαμε πανια πίσω απ τις επευφημίες του πληρώματος. Στη μέση της διαδρομης ο αέρας μας εγκατέλειψε και το κατάρτι υποχώρησε νικημένο, η γοργόνα της πλώρης κλέφτηκε με κάτι περαστικα δελφίνια. Η ανοησία φανερώθηκε στις άστοχες ριπες των εχθρικων πειρατικων.
Άοπλοι, συναντήσαμε στους βυθούς τις προηγούμενες αμαρτωλες μας καταδύσεις, επιβεβαιώνοντας την προφητεία.
Όποιος μπορέσει και διαβάσει τον επιτύμβιο των νυχτερινων μας ονείρων, θα ανακαλύψει, οικτρα μετανοώντας για την περιέργεια, να ξεπροβάλλουν εικόνες που θεωρήθηκαν νεκρες κι επιθυμίες μυστήριες να περικυκλώνουν το απο νωρίς νυσταγμένο κορμι του καλοκαιριου....



υπομονη καλοι μου λαθρεπιβάτες
κάνα-δυο αναρτήσεις ακόμη και θα επιστρέψουμε....
έπεται το αποκορύφωμα και η επωδος...


.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

στο ενδιάμεσο...

ανάμεσα στα δυο προηγούμενα υπάρχουν 10 χρόνια...
μέσα σ'αυτα γύρισε ο καιρός πολλές φορες...
κάπου στο ενδιάμεσο, κι ανάμεσα σε συναρπαστικα κι επικίνδυνα μονοπάτια,
γράφτηκε κι αυτο:




Ίσως να προσκυνούσαμε τη νέα τάξη πραγμάτων, αν είχαμε αντι για δάχτυλα μόνο νύχια, κι αντί για μάτια κι αυτια, μαύρα γυαλια και τοίχους.
Όμως, η αίσθηση του πρόθυμου δέρματος π' απλώνεται νωχελικα, πάνω στις ανοιχτες μας παλάμες, δεν αφήνει περιθώρια να πλανηθούμε στις εφιαλτικες τροχιες του σκοταδιου.
Το φως το νιώθεις πια, πίσω απ τις κλειστες κουρτίνες κι ο φωτοφράχτης, ανοιχτος, ν αποθανατίσει την στιγμιαία εκφόρτιση του τελευταίου της νύχτας φιλιου μας.
Ποια ησυχία φωνάζει τ'όνομά σου; Δεν ξέρω.
Ξεδίπλωσε τα κουρασμένα μου ονειροδρόμια και δέξου τις χάρτινες σαϊτες των τόσων μας κρυπτογραφημένων κι ανέμελων ερωτικων επιδιώξεων....





ό,τι δημοσιεύω εδω, απο κείνη την εποχη,
είναι παρθένο από άλλα βλέμματα...

.