της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Βόσπορος

χαρα μου καλορίζικη
κι ανάσα πελαγίσια
πέφτω απ' τα βράχια να σωθω
και πιάνομαι σε ξέφτι
εκεί που λέω θα πνιγω
το κύμα με λυπάται
στην αγγαλια σου να χαθω
καλύτερο μου πέφτει

μαργαριτάρι μου ακριβο
μεσ' την καρδια του βράχου
γυρνάει ο κόσμος με ορμή
κι εγω χορο δεν ξέρω
μπερδεύονται τα πόδια μου
σε χρυσαφένιες μπούκλες
μιας Συβαρίτισσας κορμι
λατρεύω κι υποφέρω

παλεύει ο Ήλιος να λυθει
θάλασσα να φιλήσει
μα εσυ, γυμνη στην κουπαστη
βγάλε φωνη και θ'ακουστει
κι ο άρχοντας Ηλιάτορας
μ'ένα μονάχα του φιλι
τα μάγια θα τα λύσει

καημε μου ωκεάνιε
και αίμα μου στη φλέβα
κλέβει ο χρόνος μια στιγμη
και τρεις μας επιστρέφει
στο χάσιμο του ορίζοντα
στο λέω να το θυμάσαι
δεν θέλει η αγάπη αφορμη
τη μοίρα μας να τρέφει

μάτια μου αφροστόλιστα
κι αγρίμι του βυθου μου
τάζω στου ανέμου τα πανια
Βυζαντινο χρυσάφι
του Βόσπορου ρακόμελο
κλάμα του Αργοναύτη
γεννήθηκα εικοσιεννια
τότε που η Πόλη εχάθη

θεριεύει ο Ήλιος να λυθει
θάλασσα να ανταμώσει
μα εσυ, γυμνη στην κουπαστη
τραγούδησε και θ'ακουστει
κι ο άρχοντας Ηλιάτορας
μ'ένα μονάχα του φιλι
καράβι θ'αρματώσει...







το ξεκίνησα όταν αντίκρησα το Βόσπορο
την περασμένη Πέμπτη, η φωτογραφία απο κει
τέλειωσε πριν λίγο, αφιερωμένο...



.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

όνειρα

Βουλιάζουνε τα όνειρα, τυλιγμένα σ'άσπρο σεντόνι.
Σε καραβόπανο, φθαρμένο απ' τον ήλιο, τη βροχη κι απ' την ακατάπαυστη φλυαρία του αέρα. Κι έπειτα αναδύονται πάλι. Ξαπλώνουνε νωχελικα στα καταστρώματα και στεγνώνουν από την υγρη τους υπόσταση. Κι έτσι, απαλαγμένα από το περιττο βάρος, ανυψώνονται γεμάτα ζεστα, αέρινα τίποτε. Μέχρι να τα προλάβει πάλι η βροχη και να τα μουσκέψει με την αλαζονικη της τρυφερότητα. Κι έτσι, πλήρη ματαιοδοξίας, πέφτουν στα ξέσκεπα κρανία όσων αψηφουν τις ενδείξεις στα σύννεφα. Σαν εφαλτήριοι εφιάλτες, σπρώχνουν τους καταδικασμένους στην άκρη της σανίδας δεμένους πισθάγκωνα. Με τα σκυλόψαρα να καραδοκουν κάτω απ το κύμα, δεν είναι παληκαρια η παράδοση. Ποτε δεν είναι σίγουρο ότι τα περαστικα δελφίνια θα προλάβουν. Μα και σε κείνους, που υποψιασμένοι περπατουν κοιτάζοντας ψηλα, ρίχνονται σαν πετρογέρακα και χαστουκίζουνε τον έμμετρο εγωισμο τους. Βουλιάζουνε τα όνειρα, τυλιγμένα σε φτηνο, φθαρμένο καραβόπανο. Κι η αξία τους, λίγα γραμμάρια ψυχης. Και συνεχίζουν να αναδύονται, να εξατμίζονται, ν'ανακυκλώνονται σε μια αέναη αλληλουχία. Και το καθένα τους περιέχει μέσα του κομμάτια απ τις προηγούμενες διαδρομες. Δεν γεννάμε τα όνειρα. Εκείνα είναι που μας γεννάνε. Που μας προσδιορίζουν καθημερινα. Καμμια φορα, είναι τόσο ανάλαφρα, που ξεμυτάνε απ τα σάβανα και διαχέονται στη θάλασσα και στον αέρα. Χαϊδεύουνε κορμια και εισπνέονται από αχόρταγα ρουθούνια. Κι ω της γαλήνης απαντοχη... Παίρνουνε σάρκα και ψυχη και καρδια. Ζούνε σαν κοινοι θνητοι ανάμεσά μας κυνηγώντας την εκπλήρωσή τους. Κι οι τυχεροι, βαδίζουνε για λίγο δίπλα τους. Συχνωτίζονται κι αν αντιληφθουν την ύπαρξή τους τότε τριβελίζονται. Αγωνιουν, ιδρώνουν και ματώνουν να τα προλάβουν. Να τα κλειδώσουν. Ότι δεν παραδέχονται, πως σε κάποια στροφη του λεπτοδείκτη θα εξατμιστούν κι αυτα. Γιατι έτσι είναι η φύση των ονείρων. Και όμορφων και άσχημων. Είτε από εκπλήρωση, είτε από μοναξια, θα χαθούνε. Τα όνειρα δεν τα γεννάμε. Κείνα μας ζωοδοτούνε, μας κατακλύζουνε, μας σημαδεύουν. Δεν τα διαλέγουμε τα όνειρα. Εκείνα φυλλομετράνε τα ρολόγια ώσπου να έρθει η ώρα του καθενός μας. Κι αντάλλαγμα ζητάνε λίγα δράμια ψυχης. Δεν έχει προστασία απ τα όνειρα. Μήτε κι ανοσία. Μοναδικη μας κι άφθαρτη εξουσία πάνω τους, μοναχα ετούτη: Να διαλέξουμε σωστα με ποιους θα τα μοιραστούμε!














.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

απλα λέξεις...




λέξεις απλές
χρωματιστα ριγμένες σε καμβάδες
λουσμένες φως σαν εξωκκλήσι στις Κυκλάδες
όταν τις λες

λέξεις γυμνες
στριφογυρνάνε ιδρωμένες στο κρεβάτι
κανουν τη νύχτα στου κορμιου σου το παλάτι
επιδρομες

είναι τα λόγια σήμαντρα και τραίνα
καράβια κόκκινα, ανάσες της φωτιας
όταν τα λες σ'εκείνον που αγαπάς
φιλιούνται κύματα με βράχια αναμμένα


λέξεις κρυφες
που σε παράξενα ταξίδια ανταμώνουν
και τριβελίζουνε και κλαίνε και θυμώνουν
που δεν τις λες

λέξεις βαριες
άσπρες κολώνες που ακουμπάει ο Παρθενώνας
φιλια ανάλαφρα απ'τα χείλια της Γοργόνας
όταν τις θες

είναι τα λόγια σήμαντρα και τραίνα
καράβια κόκκινα, ανάσες της φωτιας
όταν σ'ακούει εκείνος που αγαπάς
φιλιούνται κύματα με βράχια αναμμένα











:)




.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

γυμνο



ψάχνω να βρω καινούργιες λέξεις
για να κεράσω τα βουνα
να πω, στον ήλιο έλα να παίξεις
σύννεφο μη νοιαστεις να βρέξεις
κι έτσι ασημοστολισμένη
πλανεύτρα, βγες στα σκοτεινα

ψάχνω κρεβάτι από κοράλια
και στρώμα από φώσφορο
σταυρο στον τοίχο απ' αστράλια
κορμι να σφίγγει σαν τανάλια
σύντροφοι νά'ναι στο ταξίδι
στο μαγικο σου Βόσπορο

μπολιάζω νύχτα αστρομάνα
με χρυσογάλανα κλαρια
κι ανάβω δώδεκα κερια
κάτω απ' του Σείριου τη καμπάνα

ψάχνω της λήθης το μπουκάλι
με Βενετσιάνικο γυαλι
στης αστραπης την παραζάλη
μ' αψέντι να μεθύσω πάλι
να μπω στο μάτι του κυκλώνα
να σου κλαδέψω ένα φιλι

ψάχνω στου κεραυνου το σώμα
σπίθα από άγρια φωτια
να βρω της θάλασσας το χρώμα
πού'κλεψες και κρατας ακόμα
στα σωθικα φυλακισμένο
σε μια βουτια, σε μια ματια

μπολιάζω κύμα αγριεμένο
με γκριζογάλανα νερα
κι εκει, στη μάσκα την πλωρια
γυμνο δελφίνι περιμένω...







γυμνο, χωρις εικόνες

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ναυσιπλοϊα

ανάποδο ετούτο το καράβι
με την τιμονιέρα στα σπλάχνα του
και τη μηχανη πάνω στη γέφυρα
ο καπετάνιος φτυαρίζει κάρβουνο
κι ο μηχανικος στην πλώρη γραδάρει
ανάποδα αναρτημένα και τα πανια
να πιάνουνε τον κόντρα άνεμο
κι η παντιέρα με τα μπαλώματα
στ' απόλυτο τέλος της πρύμης
καμαρώνει που κλείνει την παρέλαση
μονάχα εκείνη στη θέση της
το πλήρωμα στ'αμπάρια σφαλισμένο
κι η κουβέρτα μπογιατισμένη
σαν τα φρέσκο της capella sistina
ανάστροφο στέγαστρο
η τσιμινιέρα καπνίζει στη πλώρη
κι ο ιστος στη γάστρα
με βυθόμετρα αντι για ρανταρ
εκει που γουργουρίζει η προπέλα
έχει άγκυρα σιδερένια
αλλοπρόσαλο τούτο το καράβι
που ούτε η θάλασσα ξέρει
πως να το βουλιάξει
κι ο βυθος, ο αρχαίος,
ούτε που το θέλει για παρέα
τα φινιστρίνια στα ύφαλα χάσκουνε
κι η πυξίδα τρελλαμένη κατάπλωρα
δεμένη σαν γοργόνα του ακρόπρωρου
ημερολόγιο καταστρώματος...



σκουρια, στάχτη του μέταλου
σ' ανέμη τυλιγμένη
ο μπούσουλας σωπαίνει
και η πορεία μαχαιρια

δαγκώνει ο σκύλος το κουπι
και τ'άρμενο ξετρίζει
ποιος μέθυσε; ποιος βρίζει;
ποιος θέλει μπάρκο; να το πει

κάψα κι αγρύπνια του τρελλου
και γλώσσα σα στουπέτσι
σ'είχα ζαβώσει έτσι
στο χάσιμο του φεγγαριου

βουτάει η πλώρη να κρυφτει
δυσεύρετό μου αχείλι
στ'άσπρο μου το μαντήλι
τραχια αλμύρα έχει τριφτει

κύμα κλεισμένο σε γυαλι
και μάτια αστροφτιαγμένα
φιλια αφιονισμένα
κι η λαμαρίνα καίει πολυ

τεζάρει ο κάβος να σπαστει
κι απε να με τυλίξει
το φυλαχτο έχω κρύψει
στου Αλδεβαραν την κουπαστη









παλεύω μ'ένα άλλο ζόρικο,
μα μέχρι να το νικήσω
ας ανεβάσω αυτο το πρόχειρο
να μας κάνει παρέα...