της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

αποκάλυψη(;)

πολύπλοκη
σαν γόρδιος δεσμος 
αυτη η αυταπάτη
σαν παφλασμος θάλασσας άστατος
αποπροσανατολισμος
αδέσποτο σκυλι
ελπίδα ορίζοντα
γωνιές με λιγοστο φως
σκιες
φαντασιώσεις,
που γεννουν αιτίες
και ξεπηδουν απ' τις αιώνιες μήτρες
των άκαιρων συνειρμών
οργανισμοι
κάτω απ' τη σκόνη
με τη γλυκεια γεύση
ριπες αέρα απ' τις χαραγματιες
στεγνο αίμα
και σπέρμα
κι ιδρώτας της πέτρας
και σύνορα
κι ανοιχτες πόρτες σε κήπους
ψηφίδες
σκορπισμένες στα πέντε σημεία
μιά εδω
μιά εκει
ηλεκτρικο ρεύμα
ηλεκτροσοκ στο κλειδι του σολ
έκλπηξη από μάρμαρο
οδύνη από μεταξωτο μαντήλι
πανι από ανάσα
φιλι από φωτια
μπλε,
κόκκινο,
δακτυλισμοι πάνω σε φθαρμένο ξύλο
δρόμοι του πουθενα
μονοπάτια του πάντοτε
φωτογραφία με το χρόνο...
ο πιο μεγάλος έρωτας
είναι κείνος
που πεισματικα εντός μας
νιώθει πώς να κρύβεται...







Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

δυό αλήθειες κι ένα ψέμα

οι αλήθειες μου
όλο και στερεύουν εκει έξω
σκοτώνονται
αυτομολουν
ξεβρακώνονται
του βίου τους το προσδόκιμο
κατρακυλάει ασύδοτα
στην αχόρταγη καταπιώνα του χρόνου
λιγοστεύουνε οι αλήθειες μου
αποδημουν
σε εύφορα παρτέρια
σε τόπους χλοερους
σ' ανείπωτα μεθύσια
με πρόσφυγες συνδαιτυμόνες
κι ύστερα
πρέπει να σκάψεις βαθύτερα
όλο και βαθύτερα
με του Ήφαιστου τ' αμόνι για σφυρι
και της ματιας σου την ακίδα για καλέμι
χάνονται οι αλήθειες μου
πνίγονται σε θάλασσες ρηχες
τις τρώνε οι σκύλοι
κι όχι που έχω να το λέω
μα εγω είμαι κείνος που πολλες έδιωξα
που άλλες ανώφελες προσκάλεσα
κι άλλες τις κατανάλωσα
με μια χορταστικη μπουκια
σε ματαιόδοξες κι άκαιρες μάχες
κι όλο σκάβεις βαθύτερα
και κείνες στερεύουνε
κι είναι ο δρόμος
μία σκαλιέρα δίχως ρέλια
να πιαστεις;
ν' ανέβεις;
και ταξιδεύουνε οι αλήθειες μοναχές τους
ή μ' άλλους
κι ούτε να τις μουτζουρώσω πια δεν κάθονται
να τις απο-θανατίσω
τους χαρίζω για κρεβάτι
άσπιλο λευκο χαρτι
και τ' αρνιούνται
λασπογεννημένες
άπιστες
κι όλο βαθαίνει το λαγούμι
αργα
βασανιστικά
ώσπου...


βρίσκει κενο το σίδερο
και βράχο το καλέμι
και το πηγάδι της ψυχης
τανίζεται και τρέμει
φτύνει φωτιες το σήμαντρο
και στάχτες το πηγάδι
είν' η Αλήθεια η άφθαρτη
που με τραβάει στον Άδη
μα η Αδερφη της η Ηχω
της Άβυσσως τ' Αηδόνι
κάνει τη στάχτη μου πανι
και την φωτια σεντόνι
κι εκει, την ύστατη στιγμη
μ' ένα Ψέμα με σώνει...






πάλι γι αλλου ξεκίνησα
κι άλλου η πορεία μ' έβγαλε...

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

δεν ακους;

σώπασε η νύχτα ν' ακουστει
ψηλα, στο μετερίζι της,
μια μπόρα αλυχτάει
θάλασσα που με σήκωσε
σ' ωκεανο με πάει
σωπαίνει κι ο μεσημβρινος
και στο στερνο αφορισμο
κρατάει ο αχος το ίσο
ποια μουσικη σε λαχταρά;
και ποια λαχτάρα θα σε φέρνει πάντα πίσω;

σκια, σιωπη κι απόσταση
στο άκουσμα του κεραυνου
μι' ανάγκη ανασαίνει
στήθος π' αέρα θήλασε
και θύελλα κραδαίνει
ησύχασε κι η Άνασσα
η δίψα με περιγελα
κι ο ύπνος με προδίνει,
ποια νυχτωδία σε κυβερνα;
σε ποιο μοιραίο κυβερνήτη σε αφήνει;


ησύχασε
και θ' ακουστει της σιωπης
ο γρίφος ο κρυμμένος
κι έτσι γυρτο στην κουπαστη
θα μ' ανταμώσει ο πρόσφυγας ο άγγελος
ο απ' αγάπη κολασμένος






Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

εύκολος στόχος

όπλισε μια νότα στη θαλάμη
ένας στίχος στην κάννη
σιγαστήρας
πως να φυλαχτεις;
η ζώνη
γεμάτη σφαίρες
πως να γλυτώσεις;
ακους να έρχεται από μακρυα
όμως δεν μπορεις
ν' αποφύγεις το μοιραίο
άσπρο πουκάμισο
τέσσερεις ομόκεντροι κύκλοι
στην πλάτη
στο στήθος
στο τρίτο μάτι
κόκκινοι
δεν κινείσαι εσυ
στρέφει ο κόσμος γύρω σου
που να κρυφτεις;

πρέπει να σκοτώσω τη μουσικη
πριν προλάβει
και με σκοτώσει εκείνη...



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

παράσιτα

στις νευρικες μου απολήξεις
μαζεύονται ολημερις
οι τζίτζικες
πού 'χουν ξεμείνει απ' το καλοκαίρι
κάνουν γιορτη στα φλογισμένα μου αισθητήρια
ξεχνιούνται
κι εγω ανταριάζω
στις πατούσες μου
οικοσιτίζονται μικρες βδέλες
υπόλοιπα της τελευταίας βουτιας
στα θολα νερα της μνήμης
κι είναι βάσανο το περπάτημα
στ' αυτια μου
ένα σμάρι νυκτόβια κουνούπια
βουίζουνε πρόστυχα
και πίνουν αίμα νοθευμένο με οινόπνευμα
μεθάνε κι αυτα
κι έπειτα αρχίζουν τις βουτιες
έτσι αυτομολουν πριν τα προλάβω
δεν ακούω καλα τις νότες
στο στόμα μου
δροσίζονται μια παρέα κόκκινα μυρμήγκια
πού 'χανε φωλιάσει
στις λιγοστες χωμάτινες κοιλάδες  του μυαλου μου
κατρακυλουν απ τη ρυνικη κοιλότητα
στον ουρανίσκο
μπερδεύονται με τη γλώσσα μου
που μυρμηγκιάζει όπως όταν
κι έγινε το φιλι μαρτύριο
στα χέρια μου
νυχτοπερπατάνε ανάλαφρα οι αράχνες
πού είχαν σπιτωθει
στις ξεχασμένες χειρονομίες
που τώρα τις νιώθω τόσο άγνωμες
κι οι ιστοι να με γαργαλουν στις μασχάλες
στα μάτια μου
γεννουν τ' αυγά τους
μικροσκοπικοι ερμαφρόδιτοι ιππόκαμποι
αναβλύζουν απ τις βρύσες
μα πεθαίνουν κάθε πρωι
μόλις κοιτάξω τον ήλιο
τυφλος τη μέρα απομένω
μονολογώντας:
αγαπημένα μου οικόσιτα
παράσιτα
λιγόφαγα
καλόβολα
που μου θυμίζετε των αισθήσεων την χρήση
δεν σας αποδιώχνω
μονάχα κείνο 'κει το μαύρο φίδι
που κρύβεται κουλουριασμένο στα σπλάχνα μου
και κάνει κάθε βράδυ ρεσάλτο
στη φωνη και στα χαρτια μου
θα το σκοτώσω
κι απ το πετσι του
θα φτιάξω μια φωλια στα μαλλια σου
νά 'χουν τ' αποδημητικα
λιμάνι στο ταξίδεμα
κι η Άνοιξη
ας αργήσει όσο εκείνη θέλει





Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

περι θρησκείας

θεός
είν' η Αγάπη
κι ός αγαπάει, θεος κι αυτος
φόβος είν' η Αγάπη
η μεταξένια η κλωστη
που μπαλώνει τα όνειρά μας
τ' άχραντο το μυστήριο
θεος είν' η Αγάπη
κι ός αγαπάει μύστης
κι ιερουργος της
κι ο Έρωτας
η Άγια της η τράπεζα
το θυσιαστήριο 
η κολυμπήρθα
κει που πεθαίνεις
κι εξαγνίζεσαι
την ίδια τη στιγμη
θεος ειν' η Αγάπη
που λειτουργει
τελετουργει
κι όποιος την πίστη αυτη αξίζει
μεταλαμβάνει ξανα
και ξανα
και στους αιώνες
την άσφαλτη θρησκεία της
σε πείσμα των καιρων
ιδανικα θα δικαιώνει



αφιερωμένο

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ψάρεμα

ξέφυγ' η κάφτρα
κι ακούμπησε
στο κορμι του χαρταετου
π' ανέμελος λικνίζονταν
κι άνοιξε μια τρύπα
ολοστρόγγυλη
να χωράει τ' αποψινο φεγγάρι
ζήλεψ' η νύχτα
και κρέμασε στα ζύγια 
δυο φλουρια
γέλασε η θάλασσα
και κατάπιε την ουρα
κι ο άμοιρος χαρταετος
κολοβος κι ανάσκελα
με δυο ασημένια μάτια
κι ένα στόμα ορθάνοιχτο
κολυμπάει προς την Αψιφιά
-πως σού 'ρθε να πετάξεις βραδυάτικα αετο;
-δεν είν' αετος
-αλλα; τι είναι;
-δόλωμα γι' ασημένια μάτια, είπε
κι έπειτα βούτηξε...