της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

καλημέρα

ξυπνω έμπλεος
ανάστροφα βαφτισμένος 
εκ των έσω
και κάπως έτσι, αλλάζουν πάλι τα σύνορα
οι συνήθεις ύποπτοι
ξεσκονίζουν όπλα, σύνεργα και χαρτια
αν πετάξω τις πανοπλίες
θα μείνει χώρος στα χρώματα που λείπουν

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

ποιηματάκι


πάλι μονάχος μου τη νύχτα την περνω
και από πάνω μου χιλιάδες αστεράκια
κουράστηκα ερήμην σου ξανα ν' αναζητω
τη λίγη δόση αγάπης σου με μπόλικα παγάκια

πάλι ξημέρωσε χωρις να κοιμηθω
έχω καφε αλλά τελειώσαν τα τσιγάρα
έμαθα πλάϊ σου με τα μισα να ζω
μισά φιλιά, μισή αγκαλια, μα μπόλικη λαχτάρα

πάλι σου γράφω, μήπως κάποτε τα δεις
με την ψευδαίσθηση πως είναι ραβασάκια
κι αν θα ρωτήσεις, το γνωρίζει ο καθείς
ακόμη το ουίσκυ μου το πίνω με παγάκια



αφού τελείωσα κι αυτο, μετα από κάμποσες δεκαετίες
υπάρχει ελπίδα... :)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

το καρβουνάκι

σαν ανάψω το τσιγάρο
και ρουφήξω τον καπνο
παραμάζωμα τον χάρο
θα τον πάρω στον χορο

σαν τελειώσει τ' οργανάκι
και μερώσει το κρασι
θα χαθώ με το μπουλούκι
κι άμα θες έλα κι εσυ

κι άμα αρχίσεις να ρετάρεις
δεν θα είναι απ' το πιοτο
το τσιγάρο που φουμάρεις
τον ασίκικο σκοπο

θά 'ναι απ' την κρυφή τη φλόγα
που σε καίει σαν λαμπάδα
και σ' αφήνει καρβουνάκι
στης καψούρας τον Καιάδα

σαν θα πιάσεις το μπουκάλι
μην σε νοιάζει κι αν σωθει
έχω ανάψει το μαγκάλι
κι έχω φίνο τουμπεκι

κι αν τελειώσει το τραγούδι
και βραχνιάσει η φωνη
θά 'ναι η ψυχη γεμάτη
κι η μπουκάλα αδειανη

κι άμα αρχίσω να ρετάρω
δεν θα είναι απ' το πιοτο
το τσιγάρο που φουμάρω
τον ασίκικο σκοπο

θά 'ναι απ' την κρυφή τη φλόγα
που με καίει σαν λαμπάδα
και μ' αφήνει καρβουνάκι
στης καψούρας τον Καιάδα



πριν από 8 χρόνια,
η συνήθης ύποπτη αδερφη ψυχη μου,
μου είχε ζητήσει να γράψω ένα απο κείνα περίεργα
έκατσα λοιπον ένα απόγευμα καλοκαιριου τότε
και σκάρωσα το καρβουνάκι
το ξεσκόνισα και νάτο


Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

φλογωπά σήματα

ασφαλώς και δεν έχει σημασία
πούθε κατρακύλησε 
ετούτη η συνείδηση
που έστερξε, έτσι, να μας σημαδέψει
άλλους επιπολής, στο θνητό μας σαρκίο
κι άλλους πυρογραφώντας μας τις φλέβες
δεν ρώτησα ποτέ
μα απ' τα τυφλά μου, ως τότενες, μάτια
οίδα, πλέον, τα κρυμμένα μονοπάτια
που καταλήγουν στις ζωοδόχους πηγες
ποιά άτροπη μοίρα μας όρισε να ψηλαφίζουμε,
ενεοί απομένοντας στην αποκάλυψη;
αν σηκώσουμε το βλέμμα
ιδού! ο Πρόμαχος ο ανίκατος
δεν λογαριάζει αν τον πιστεύουμε
συνεπής, περήφανος κι αδυσώπητος
παραμένει αλυσσοδέσμιος
κι εμεις 
προσταγμένοι μπροστα να κινούμε
ταπεινοι μα και περιφανεις κληρονόμοι του.