της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

υπερ απολεσθέντων

πού να κεντάς απόψε τ' όνομά σου;
κι άφησες πίσω την μαρκίζα αδειανη
πέρασες μέσα απ' την βροχη 
ανέγγιχτη
σαν θόρυβος σε πίστα μακρυνη
σαν τότε
που τα βήματα μετρούσες
γιατι δεν ένιωθες τον μέσα σου ρυθμο
μα η μουσικη
-που πάντα σ' αγαπούσε-
πάλι σε έσωνε στο βήμα το στερνο

πώς να μετράς απόψε το κορμι σου;
εδω παράτησες και μέτρα και σταθμά
χάθηκες στην οχλοβοή
αόρατη
αερικο, με σάρκα και οστα
και τώρα δα
που η μοίρα μας μισεύει
κορφολογας της μνήμης τον ανθό
χέρια ορφανά
κι η αλήθεια περισσεύει
σ' αυτον τον μύθο που τον τρέφει το φευγιο

κι εγω που κάποτε σε βάφτισα δικη μου
κι είχα το σώμα σου ανάσα και παλμό
-μην γελαστείς που όλο ξεχνω
την άνιση ζωη μου-
φύκια φυτεύω στο βουνο
θυμάρι στο βυθο
κι απ' όσα συ μου χάρισες
κρατάω μόνο μαζι μου
της θύελλας την αγκαλια
και τον Ωκεανο




με χρονοκαθυστέρηση, μα ήταν να τελειώσει τωρα
κατα πως φαίνεται...


Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

κάτι σαν πορεία

ακάματες θεραπαινίδες οι ματιές
σκλαβώνονται σε ξώβεργες 
κι απ' τα βαθιά
σύσσωμοι αναδύονται δυο βράχοι
ζηλεύουνε τις ρίζες των θνητων,
που δεν θά τους αγκαλιάσουνε ποτε,
κι ύστερα αποκοιμιούνται παφλάζοντας
έστειλε το φιρμάνι η Άνασσα
χρώματα κόκκινα και θαλασσια 
και σαν του κάστανου το πανωφόρι
ξόμπλι από μουσκεμμένο όψιμο Χειμώνα
κι ένα κοράκι άφωνο
σιγοπαλεύει τις άπνοιες
φωτια και πάγος το χάδι
και ούτε λόγος για φιλι
κι ούτε φιλι κι ας υπάρχει λόγος
κι ο χρόνος
ένας ροζιασμένος καραβομαραγκός
ματίζει τσόφλια 
και χτίζει καράβια
θα αρματώσουμε τούτη την απόγνωση
μ' άρμενα, ξάρτια και πανια
κι έτσι θα πάμε
πλέοντες
κι έμφορτοι
με τ' αμπάρια γιομάτα απ' τις εξάψεις
κι έρμα την αλήθεια
προς τα κει 
που βούλιαξαν οι βράχοι
για ν' αγκαλιάσουμε - επιτέλους-
τ' απροσδόκητο της μοίρας μας το κλέος





Κυριακή 4 Απριλίου 2021

οιονεί έμπνευσις

στην απληστία των φιλιών μας
κουβαριάστηκαν μικρά, γυμνά, άκλιτα απαρέμφατα
φυγείν αδύνατον
ζείν έκλυτον
αγαπάν κατα το δοκούν
-εν τέλει- καταφέραμε
να γενεί πάλι κόμπος η κλωστη 
πού 'χαμε -τάχα- ξεμπερδέψει
μεθυσμένοι πατάμε τα ξέφτια 
και πέφτουμε -πάλι- 
εναγκαλισμένοι και πρόσφοροι
στο ίδιο απέραντο αλώνι
όπου παραμονεύουν 
υπομονετικα
τα έξοχα δαιμόνια
των ερωτικων μας συζητήσεων