της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ημερο-λόγια

κι εγω
ναι, εγω
που θέλησα ν'αφήσω
ίχνη
πρωτόχναρα
κι έβαλα τα χέρια μου στα κάρβουνα
και στις λάσπες
και τα μάτια μου τά'χα ακουμπησμένα σε χαλάσματα
να δω
να ξεμυτάνε τα βλαστάρια
απ τα πρώτα τα ανοιξιάτικα αγριόχορτα
εγω, που ήπια από πηγες στερεμένες
κι έπινα και δεν έπινα
ώσπου οι πηγες ξεγελιώντουσαν
κι αναβλύζανε
εγω σου λέω
που θέλησα νά'μαι στους πρώτους
που θ'ανακάλυπταν τα μυστικα
στις καλοκαιρινες τροχιες
που ερωτοτροπούσανε στις παραλίες
τότε που με γυμνα πόδια έγραφα πορείες
εγω, ναι,
εγω ο ίδιος
που ξόρκιζα
τις χειμωνιάτικες νύχτες
με φαντασμαγορικα πυροτεχνουργήματα
χρωμάτων υποψίες
και τσαλαπετεινους παραγεμισμένους άχυρα
εγω, πού 'βαλα πλάτη
να κρατήσω πόρτες ανοιχτες
και εξαγόρασα την ευδαιμονία των στιγμων
που ήταν φορες που δεν τρύγησα το αφρόγαλα
μόνο περίμενα με ανοιχτο το στόμα
την αλλοπρόσαλη υπεροχη
της τελευταίας σταγόνας να κοινωνήσω
εγω ο φαύλος
ο ανάξιος αγαπητικος της Θάλασσας
εγω που καβάλησα το κύμα
κι έδεσα το Μαϊστρο στη πρυμάτσα μου
που όργωνα
έσπερνα
πότιζα
κι άφηνα το θέρος γι άλλους
που τ' αναφιλητο των σκουριασμένων χορδων της έμπνευσης
το έκανα διθύραμβο
που έγραφα στο σύννεφο
κι είχα μελάνι κύμα
εγω, που έφτιαξα
και λάτρεψα θεους
μόνο για να πατήσω στους όρκους τους
και να δω ψηλότερα
που έπεσα και σηκώθηκα πάλι
εγω ο ίδιος,
που περιγελούσα τα σημάδια μου
το σκοτάδι
το σκόρπισμα
και φυλούσα δυνάμεις
για το απρόοπτο της ξαφνικης νεροποντης
που πάλεψα σε άνισους αγώνες
κι έχασα
μόνο για να δω τη σημασία της ανατροπης
που γύρισα θάλασσες
με τό'να πόδι στο δελφίνι
και τ' άλλο στον καρχαρία
που αψήφισα τη σκοτεινια του βυθου
και κείνος μ' αντάμειψε με μαργαριτάρια
εγω που βρήκα εδέσματα σε σκουπιδότοπους
κι απαρνήθηκα τα τραπέζια με τα κρυστάλλινα ποτήρια
που δεν φοβήθηκα ποτε τη μοναξια
που την έφτυσα στο πρόσωπο
που λάτρεψα το μπλε και το χρυσο και το κόκκινο και το μαύρο
που τραγούδησα φάλτσα στις συναυλίες
που γκρέμισα σύμβολα
απομυθοποίησα είδωλα
πόνεσα
τραυμάτησα
σημάδεψα και σημαδεύτηκα
έκλαψα
γέλασα
ένιωσα και μ'ένιωσαν
έσωσα και σώθηκα
χάθηκα
βρέθηκα
φίλησα και φιλήθηκα
πρόδωσα
προδόθηκα
έγραψα
ξέγραψα
αγάπησα...

τώρα, ακουμπησμένος με τους αγκώνες
στα κάγκελα του μώλου
δεν περιμένω καράβια
δεν έχω ανάγκη ημερολόγια
αυτο το ταξίδι
το καλύτερο
μονάχα μέσα σου θέλω να το κάνω!



Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ονειροκρίτης

κλειστα τα μάτια
παράπετα βουβης ευχης
στ'άδυτο λίκνο μιας σπουδαίας αμυχης
το μπλε, κομμάτια

μην το ζορίζεις
στον ύπνο του μεσημεριου
χορεύει η μέλισσα στη φλόγα του κεριου
και δεν τ'ορίζεις

κλωστη κι ανέμη
στον αργαλειο παραμυθιου
μπλέχτηκε η σμέρνα στο σεντόνι του διχτυου
κι η βάρκα τρέμει

φωτια και αίμα
το ναι σημαία στον ιστο
κι αν απ' το άνισο στιχάκι κρεμαστω
θα είναι ψέμα

κλειστα τα μάτια
σαν παραπέτα στην ψυχη
μια χούφτα σύννεφο γκρινιάζει με βροχη
το μπλε, κομμάτια...





Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

bellum!

...Όταν τελείωνε η μάχη, τραβούσε ολόϊσια για το αυτοσχέδιο υπαίθριο νοσοκομείο. Μια στιγμη μόνο στεκότανε στο πεδίο για να ρουφήξει τη χαρα της νίκης ή την θλίψη μιας ήττας. Ψυχομέτραγε το αποτέλεσμα κι έπειτα γραμμη για τους τραυματίες. Δεν του άρεσε αυτη η νηνεμία του τέλους. Στα φορητα ράντζα και κατάχαμα σε κουβέρτες κοίτωνταν οι πληγωμένοι. Οι φωνες και τα παραπονεμένα τους αγκομαχητα γινόντουσαν καταλύτης στις σκέψεις που φτεροκοπάγανε. Ήτανε το διάλλειμα πριν την επόμενη πορεία. Φοβόταν πως αν έμενε στο ματωβαμμένο αλώνι θα αφομοιωνόταν με τους χαμένους. Νίκη ή ήττα δεν είχε σημασία. Θα έφευγε μαζι τους. Η θέα των ζωντανων που ακόμα παλεύανε τον κρατούσε σε επαγρύπνηση. Τού 'δινε σκοπο. Μονάχα πριν φτάσει εκει στεκότανε λίγο και έψαχνε τις τσέπες του. Αν όλα ήταν εκει. Τσιγάρα, σπίρτα, μια μισοφαγωμένη σοκολάτα στρατιωτικη, με πικρη γεύση, οι σημειώσεις του, ένα δαγκωμένο στην πάνω μερια μολύβι, το κομπολόϊ με τις λειψες χάντρες, δυο κέρματα στη δεξια τσέπη, ο σταυρος του. Έψαχνε μην είχε πληγωθει χωρις να το καταλάβει. Σκονισμένος άλλοτε κι άλλες φορες λασπωμένος, έφερνε βόλτα ανάμεσα στους ξαπλωμένους. Φωτογράφιζε κι έπειτα εμφάνιζε στο σκοτεινο θάλαμο του μυαλου του τις σκηνες. Αποτραβιότανε μετα σε μιαν άκρη κι άναβε τσιγάρο. Όποιος τον κοιτούσε ικετευτικα στα μάτια του το κέρναγε. Στεκότανε ακίνητος. Καθισμένος με τα χέρια να κρέμονται στα γόνατα. Κανεις δεν τού 'δινε σημασία μέσα στη θάλασσα απο βογγητα και στις στριγγες φωνες των γιατρων και των τραυματιοφορέων. Οι άλλοι κουβαλούσαν τα κορμια και τ' απόθεταν όπου έβρισκαν άδειο χώρο. Όσους είχαν φύγει για τα καλα τους στίβαζαν λίγο μακρύτερα να μην τους βλέπουνε οι πληγωμένοι και χάνουν το κουράγιο τους. Ήξερε μονάχα δυο προσευχες. Μια για να ευχαριστει και μια για να παρακαλάει. Τις μπέρδευε. Ήξερε τραγούδια αλλα δεν τα θυμόταν τώρα. Στα προεόρτεια της μάχης, τα σιγομουρμούραγε. Στην ένταση της προετοιμασίας ένιωθε κείνο το κάψιμο στα χέρια, το σφίξιμο στο στομάχι. Καμμια φορα δεν προλάβαινε κανεις να ετοιμαστει. Έπεφτε πανω τους η φωτια άξαφνα κι έτρωγε όσους δεν είχαν μάτια ανοιχτα, καρδια έτοιμη κι αυτια κεραίες. Έπρεπε ν' αψηφίσεις το κύμμα της λαύρας και να μπεις ίσια στο μάτι του πύρινου κυκλώνα. Όσοι στέκονταν να προασπίσουν θέσεις, τους κατάπινε ο καυτος στρόβιλος. Άντρες και γυναίκες αδιάκριτα. Πολλοι απ αυτους τώρα κοίτωνταν στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο. Κι ο ίδιος είχε βρεθει στη θέση τους. Πάνω από μια φορα. Πριν προλάβει να πιάσει όπλο. Κι όλο πηγαινοέρχονταν οι πολεμιστες κουβαλώντας συντρόφους. Κι εκείνος, εκει στην άκρη ακίνητος. Να λογαριάζει την αψάδα της μάχης. Ν' αποζητάει την επόμενη. Ζωντανος.
Έβγαλε το τσαλακωμένο σημειωματάριο και το δαγκωμένο μολύβι κι έγραψε:

"Κυριακη. Το βράδυ έσκυψε απότομα και με φίλησε στην καληνύχτα πάνω. Δεν πρόλαβα ν' αντιδράσω. Πολέμησα να τ'ανταποδώσω. Μ'άφησε με μια δαγκωματια στα χείλια να πονάει. Και μ'ένα χαμόγελο. Έμεινα ώρα εκει να λογαριάζω τι κατάφερα να της σημαδέψω κι απόψε. Άναψα τσιγάρο. Η αγάπη είναι πόλεμος. Καλο ξημέρωμα φεγγαροκόριτσο. Αύριο πάλι..."








.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ψιλα γράμματα

εσυ
που ευλογήθηκες τόσο ν'αγαπηθεις
κι ως θέλησες
ή όφειλες
ή ως ήσουνα ταγμένος
άφησες άμμο μέσα απ τα δάχτυλα
να φύγει η πνοη
δεν είναι κείνο πού 'χασες
που τώρα συλλογιέσαι
δεν είναι το κρίμα
η απώλεια
ούτε η ενοχη
μια κι ό,τι σου δόθηκε
χάρισμα ήτανε
χωρις συναλλαγη να απαιτει
δεν είναι κείνα τα σκορπισμένα μεσοκαλόκαιρα μέσα στο χειμώνα
δεν είναι ούτε καν ετούτα τα σημάδια
αυτα που τον ύπνο σου στερούνε
τόσο βάναυσα
είναι που ξέρεις την αλήθεια
πως λύτρωση ποτέ δεν θά 'χεις
αν κι εσυ όμοια δεν αγαπήσεις...








.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

ναυαγοσώστης

σωσίβιο φτιαγμένο από φελλο
κι απο λινο πανι πετσέτες στη δεσπέντζα
βαρυ χαρμάνι που το φύλαγες καιρο
κι ένα χαμόγελο που έκαιγε τα δέντρα

απομεσήμερο κι ανάσα του βουνου
κι άγρια φύκια στη σκαλιέρα κρεμασμένα
ετούτο τ' άλικο φτερουγισμα του νου
πέντε τριαντάφυλλα στο αίμα βουτηγμένα

τι ν' απιθώσω απάνω σου
κύμμα μη σε πληγώσει
πρόσφυγας στο ακρόπρωρο
κι αφέντης στο τιμόνι
σκέπη από καραβόπανο
ο πρώτος θ αρματώσει
τούτη η μπούκλα που φυλω
στο θαλασσι σκαλώνει

καράβι απόκοσμο παλιο χωρις φωνη
κι η απόσταση απ τον ύφαλο σβησμένη
που σουλατσάρεις τώρα γιορτινη
σαν ανεμόμετρο που θύελλα περιμένει

θαλασσινο λιοντάρι του βυθου
που κολυμπάει μεσ' του ματιου τ ασπράδι
θα πυρπολίσω τις γαλέρες του εχθρου
που πολεμάει να κρυφτει μεσ' το σκοτάδι

τι να κεράσω τον καιρο
κρίμα μη σε προδώσει
ξέμπαρκος στο μεσόστεγο
και ναυαγός στη πρύμνη
ένα σωσίβιο έμεινε
και ποιον θα πρωτοσώσει
τούτη η μπούκλα που φυλω
της θάλασσας μ'αφήνει