ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...
Όπου τα χρυσόψαρα μπορει να δαγκώσουν σαν καρχαρίες και οι γοργόνες δεν μπορουν τα μακροβούτια...
της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....
Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020
Σίβυλλα
κι όταν απόστασε πια
να διαφεντεύει το χέρι, που δάγκωνε,
βυθίστηκε,
αύτανδρη,
στον κυκεώνα
εκστατικη
ηδονικη
γιομάτη από σημάδια τρυφηλά
-δεν έλεγε να κοπάσει η ορμη της-
χάϊδεψε την γάστρα της
και φώναξε
-δεν θ' αγαπήσω άλλον!!!
μα ήταν πια αργα
να κουβαλήσω κείνα τα λόγια
σφηνωμένο στον τρίτο σπόνδυλο της αντοχης
το μαχαίρι
δεν λογάριαζε χρησμους...
να διαφεντεύει το χέρι, που δάγκωνε,
βυθίστηκε,
αύτανδρη,
στον κυκεώνα
εκστατικη
ηδονικη
γιομάτη από σημάδια τρυφηλά
-δεν έλεγε να κοπάσει η ορμη της-
χάϊδεψε την γάστρα της
και φώναξε
-δεν θ' αγαπήσω άλλον!!!
μα ήταν πια αργα
να κουβαλήσω κείνα τα λόγια
σφηνωμένο στον τρίτο σπόνδυλο της αντοχης
το μαχαίρι
δεν λογάριαζε χρησμους...
Τρίτη 25 Αυγούστου 2020
νυν και αεί
κάποτε ως κι η μάνα μου
τώρα το παρασύνθημα
το ξέρω πια απ' έξω
κι ας μένουν πόρτες ορφανες
κι ας λείπουν τα κλειδια
κλέφτη η ζωή μου μ' όρισε
μα δεν μπορω να κλέψω
εθελοντής κρατούμενος
και η ποινη βαρια
μα έλα,
κι αν σ'αποτίναξα, αναπαμό δεν έχω
ματώσαν τα χιλιόμετρα και πως να σκουπιστω;
νυν και αεί σ'αγάπησα
κι αν το φευγιό τ' αντέχω,
νυν και αεί με πότισες
και πως να σ' αρνηθω;
μ' έλεγε ονειροβάτη
που κοίταγα τις θάλασσες
και μ' έπιανε καημός
τα βράδια που δεν μπόραγα
παιδί να κλείσω μάτι
πού 'χα τη νύχτα γιατρειά
και παιδεμό το φως
κάποτε στα σεντόνια μου
φυτρώναν αντιρρήσεις
κι είχα τους γρίφους συντροφια
και φίλες τις βροχες
γόρδιος δεσμός η λύτρωση
που δεν μπορεις να λύσεις
και το άμοιρο κιτάπι μου
γεμάτο ενοχες
κάποτε στα σεντόνια μου
φυτρώναν αντιρρήσεις
κι είχα τους γρίφους συντροφια
και φίλες τις βροχες
γόρδιος δεσμός η λύτρωση
που δεν μπορεις να λύσεις
και το άμοιρο κιτάπι μου
γεμάτο ενοχες
τώρα το παρασύνθημα
το ξέρω πια απ' έξω
κι ας μένουν πόρτες ορφανες
κι ας λείπουν τα κλειδια
κλέφτη η ζωή μου μ' όρισε
μα δεν μπορω να κλέψω
εθελοντής κρατούμενος
και η ποινη βαρια
μα έλα,
κι αν σ'αποτίναξα, αναπαμό δεν έχω
ματώσαν τα χιλιόμετρα και πως να σκουπιστω;
νυν και αεί σ'αγάπησα
κι αν το φευγιό τ' αντέχω,
νυν και αεί με πότισες
και πως να σ' αρνηθω;
Πειραιάς, Αύγουστος 2020
Κυριακή 23 Αυγούστου 2020
εκατόμβη
δεν ξέρω πια τι επέζησε της σφαγης
τα μάτια θολωμένα
αίμα από χιλιάδες μικρα γράμματα,
σκοτωμένα,
αίμα από χιλιάδες μικρα γράμματα,
σκοτωμένα,
κομμένα απ τις λέξεις τους,
κατρακυλάνε γυμνούλια στους Καιάδες
ένοχος -είπα-
και κάπως έτσι έκαψα όλα τα χαρτια
τώρα αποσβολωμένος
σκύβω πάνω από μια λευκη σελίδα
προσπαθώντας να ξεζουμίσω λίγο ακόμη τέλος
-για πες,
-για πες,
σου περίσσεψε κανένας στίχος;
για τους έκαψες όλους;
εκατόμβη
στην τελευταία σου εκδρομη
για να ζεστάνεις πρόσκαιρα
τις άνοστες κονσέρβες σου
Καλοκαίρι 2011, Πειραιας
Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020
Θέρος
πάλι η εξόριστη ψυχη
παλιννοστεί
κι ο ήχος της
πέντ' έξη βότσαλα στο στόμα
κι ένα πουκάμισο σιδερωμένο
θα μάθεις πάλι να μιλας
θα μάθεις να φοριέσαι
είναι η ένδεια μιά ανάγκη περαστικη
δεόμεθά σου Έρωτα
με τζιτζίκια και λιόσπορους
και τα πόδια γυμνα
και την καρδιά απαρέμφατη
κι ενώπιόν σου Αύγουστε εφευρέτη
ξαπλώνουμε στην άκρατη ευοσμία σου
χορεύοντας καντρίλιες
για δυό κορμια
και δυό φιλιά
στο θάλπος κάποιου όψιμου καλοκαιριου
και στα τσαλακωμένα σεντόνια
της ύπαρξής μας
παλιννοστεί
κι ο ήχος της
πέντ' έξη βότσαλα στο στόμα
κι ένα πουκάμισο σιδερωμένο
θα μάθεις πάλι να μιλας
θα μάθεις να φοριέσαι
είναι η ένδεια μιά ανάγκη περαστικη
δεόμεθά σου Έρωτα
με τζιτζίκια και λιόσπορους
και τα πόδια γυμνα
και την καρδιά απαρέμφατη
κι ενώπιόν σου Αύγουστε εφευρέτη
ξαπλώνουμε στην άκρατη ευοσμία σου
χορεύοντας καντρίλιες
για δυό κορμια
και δυό φιλιά
στο θάλπος κάποιου όψιμου καλοκαιριου
και στα τσαλακωμένα σεντόνια
της ύπαρξής μας
Κυριακή 16 Αυγούστου 2020
άδηλη μνήμη
εν είδη υπενθύμισης
ετούτος ο πάλευκος πόνος στο μηλίγγι
γερνά μόλις ανάψω τσιγάρο
μα με συντροφεύει
ανέκφραστος
ως τις άδολες πύλες
μα δεν μπορω πια ν΄αρθρώσω το σύνθημα
δεν εχω ήχο
είχα ένα όνειρο
που φαρμακώθηκε μ' αλήθεια
μα επιρρεπης κι αυταπαρνούμενος
τ' αφουγκράζομαι ακόμη
κι ας μην τον λόγο να γνωρίζω
ίσως να ξέρει ετούτο το κάψιμο
ίσως το σώμα να θυμάται
τις διαδρομές τις επιούσιες
κι έτσι, ακόμη και παραπατώντας,
εφευρίσκω εν τέλει τον δρόμο
κι επιστρέφω ενεός!
ετούτος ο πάλευκος πόνος στο μηλίγγι
γερνά μόλις ανάψω τσιγάρο
μα με συντροφεύει
ανέκφραστος
ως τις άδολες πύλες
μα δεν μπορω πια ν΄αρθρώσω το σύνθημα
δεν εχω ήχο
είχα ένα όνειρο
που φαρμακώθηκε μ' αλήθεια
μα επιρρεπης κι αυταπαρνούμενος
τ' αφουγκράζομαι ακόμη
κι ας μην τον λόγο να γνωρίζω
ίσως να ξέρει ετούτο το κάψιμο
ίσως το σώμα να θυμάται
τις διαδρομές τις επιούσιες
κι έτσι, ακόμη και παραπατώντας,
εφευρίσκω εν τέλει τον δρόμο
κι επιστρέφω ενεός!
Σάββατο 1 Αυγούστου 2020
για τον Νίκο
πως να ανακτήσεις
τα πρωτεία της ζωης
απ' τους σφερτεριστες σκύλους;
βρέφη αειθαλή σπονδίζονται
στις παρυφές των αρχαίων τάφων
του κάκου
η κολυμπήθρα του Σιλωάμ
επιμένει
να ξελπένει τις λάσπες
μα πουθενα φως
βρέθηκαν τα μάτια μας άμαθα
να βλέπουν τα εξαχνωμένα γαλάζια
μοναχα την νύχτα...
τα πρωτεία της ζωης
απ' τους σφερτεριστες σκύλους;
βρέφη αειθαλή σπονδίζονται
στις παρυφές των αρχαίων τάφων
του κάκου
η κολυμπήθρα του Σιλωάμ
επιμένει
να ξελπένει τις λάσπες
μα πουθενα φως
βρέθηκαν τα μάτια μας άμαθα
να βλέπουν τα εξαχνωμένα γαλάζια
μοναχα την νύχτα...
Σάββατο 13 Ιουνίου 2020
رائدہ
το φιλι
δεν είχε αρχη
ούτε συνεριζόταν την περίσταση
δεν είχε τέλος
δεν έχει
ο δρόμος ολόστρωτος
με αγαθες προθέσεις
δεν είχε αρχη
ούτε συνεριζόταν την περίσταση
δεν είχε τέλος
δεν έχει
ο δρόμος ολόστρωτος
με αγαθες προθέσεις
προς τον προθάλαμο μιας κόλασης
εκούσια υιοθετημένης
με διαβατήρια θεωρημένα απ' το σπίρτο
κι εγω να σε χορταίνω με τα μάτια
μου δίνεις τα χέρια σου
κεντάει μυστικα το μαχαίρι
αποφεύγοντας ζωτικα όργανα
στο υπογάστριο
σιγοβράζει μια σούπα από νεύματα
στην άμπωτη περπατάνε οι βάρκες
παρατάω τα σύνεργα
κι άεργος
κατηφορίζω κατα κει που σ' έχω φυλαγμένη
ενώπιος ενωπίω
κι ένας καθρέφτης
συλλαβίζει τις ομοιότητες
κάρβουνο και φωτια
κι αέρας
κι η θάλασσα παραμονεύει
οδηγούμεθα με μαθηματικη ακρίβεια στην αποτέφρωση
και μ' αρέσει...
μου δίνεις τα χέρια σου
κεντάει μυστικα το μαχαίρι
αποφεύγοντας ζωτικα όργανα
στο υπογάστριο
σιγοβράζει μια σούπα από νεύματα
στην άμπωτη περπατάνε οι βάρκες
παρατάω τα σύνεργα
κι άεργος
κατηφορίζω κατα κει που σ' έχω φυλαγμένη
ενώπιος ενωπίω
κι ένας καθρέφτης
συλλαβίζει τις ομοιότητες
κάρβουνο και φωτια
κι αέρας
κι η θάλασσα παραμονεύει
οδηγούμεθα με μαθηματικη ακρίβεια στην αποτέφρωση
και μ' αρέσει...
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020
σολ
δε μού 'παιξες ποτε μουσικη
κι έτσι την φαντάζομαι
σαν κουφος από γέννα
με τις υπόλοιπες αισθήσεις
το καλοκαίρι σε χειμερία νάρκη
ή το ανάστροφο;
όσα θυμάμαι είναι καλοκαίρι
κι είσαι τόσο κοντα
τόσο μακρυά
σαν μια ευχη για Κυριακες
σαν το αντίδωρο των Ευμενίδων
για όσα απαρνηθήκαμε
σαν το περίσευμα του νόστου
που μας φτάνει εποχούμενο
κι εμεις πεζοί
με την άμμο ανάμεσα στα γυμνά μας δάχτυλα
και την μυρωδια απ' τον λαιμο σου
πυξίδα
μα ας μην προτρέχω
στο πρόσωπό σου
ζωγράφιζαν οι φρέζιες χρώματα
κι εγω με την γλώσσα δαγκωμένη
έγραφα λίγο θάλασσα
με κάρβουνο και νύχτα
μαγείρευα τα τσόφλια απ τις βουτιες
και χόρταινα στις Εσπερίδες
μικρη μου σταγόνα κι άγιο μου απόσταγμα
δεν μού 'παιξες ποτε μουσικη
βλέπεις, την έμαθες αφου είχα φύγει
μα ακόμη και τώρα
στηριγμένος στα τσακισμένα μου γόνατα
την ακούω
τη νιώθω
την ποθώ
που ξέρω πια
πως το κλείδι
εκει
σφιχτα φυλαγμένο
παραμένει ...
έγραφα λίγο θάλασσα
με κάρβουνο και νύχτα
μαγείρευα τα τσόφλια απ τις βουτιες
και χόρταινα στις Εσπερίδες
μικρη μου σταγόνα κι άγιο μου απόσταγμα
δεν μού 'παιξες ποτε μουσικη
βλέπεις, την έμαθες αφου είχα φύγει
μα ακόμη και τώρα
στηριγμένος στα τσακισμένα μου γόνατα
την ακούω
τη νιώθω
την ποθώ
που ξέρω πια
πως το κλείδι
εκει
σφιχτα φυλαγμένο
παραμένει ...
Τρίτη 24 Μαρτίου 2020
alta amoris
ας τ' ομολογήσω
δεν υπήρξε προϊστορία
απορίας άξια, λοιπον, ετούτη η συνεπαγωγή
αυτοάνοση
αυτοτελης
αυτούσια
με τυραγνά με γνώριμο τρόπο
ειδικα τις νύχτες
πού 'χουν, πιά, ολόφλογες αποχρώσεις
όταν μετρω τ' αποτυπώματα
σαν σε κομποσχοίνι
γνωρίζοντας
πως είτε αργα, είθε πιο γρήγορα
θα μας φέρουν ξανα
στο νόστιμόν μας ήμαρ...
δεν υπήρξε προϊστορία
απορίας άξια, λοιπον, ετούτη η συνεπαγωγή
αυτοάνοση
αυτοτελης
αυτούσια
με τυραγνά με γνώριμο τρόπο
ειδικα τις νύχτες
πού 'χουν, πιά, ολόφλογες αποχρώσεις
όταν μετρω τ' αποτυπώματα
σαν σε κομποσχοίνι
γνωρίζοντας
πως είτε αργα, είθε πιο γρήγορα
θα μας φέρουν ξανα
στο νόστιμόν μας ήμαρ...
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020
σκαιώδεις επιθυμίες
γίνομαι σκια
για να μην βλέπω το χαρακίρι της νύχτας
ή για να το βλέπω καλύτερα
για το χατήρι της απόστασης
γίνομαι αέρας
γίνομαι ήχος από τακούνια
στο πλακόστρωτο της Κανθάρου
νερατζια κάτω απ' το Ρολόϊ
μετουσιώνομαι σε μπουγιαμπέσα στο Φάληρο
γίνομαι ήχος από σπασμένο καθρεφτάκι
στην παραλία της Πειραϊκης
ρόδα χωρις φρένο
στην πλατεία της Φρεατίδας
και πέτρα που κυλα
στο βράχο της Δραπετσώνας
γίνομαι σκια
γίνομαι κλάμα
γέλιο
και ξομολογιέμαι στη θάλασσα
κι απομένω γυμνος
την απόφαση περιμένοντας
με γυμνες πατούσες πάνω στον κυματοθραύστη της Ζέας
με γυμνες τύψεις στον Άγιο Διονύση
γυμνες ανάσες
με ολόγυμνες επιθυμίες
για το χατήρι της απόστασης
για την αμείλικτη αυτοδικία της νύχτας
γίνομαι σκια, που αντέχει στο φως
για να μην βλέπω το χαρακίρι της νύχτας
ή για να το βλέπω καλύτερα
για το χατήρι της απόστασης
γίνομαι αέρας
γίνομαι ήχος από τακούνια
στο πλακόστρωτο της Κανθάρου
νερατζια κάτω απ' το Ρολόϊ
μετουσιώνομαι σε μπουγιαμπέσα στο Φάληρο
γίνομαι ήχος από σπασμένο καθρεφτάκι
στην παραλία της Πειραϊκης
ρόδα χωρις φρένο
στην πλατεία της Φρεατίδας
και πέτρα που κυλα
στο βράχο της Δραπετσώνας
γίνομαι σκια
γίνομαι κλάμα
γέλιο
και ξομολογιέμαι στη θάλασσα
κι απομένω γυμνος
την απόφαση περιμένοντας
με γυμνες πατούσες πάνω στον κυματοθραύστη της Ζέας
με γυμνες τύψεις στον Άγιο Διονύση
γυμνες ανάσες
με ολόγυμνες επιθυμίες
για το χατήρι της απόστασης
για την αμείλικτη αυτοδικία της νύχτας
γίνομαι σκια, που αντέχει στο φως
αναδημοσίευση λίγο πειραγμένη
Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020
la guerra ha muerto
του παραλόγου ο τιμητης σπέρνει φοβέρες
μικρά ανθάκια φύτρωσαν πάλι στην Χιροσίμα
έχει ένα νόστο το το φιλι και πάνε μέρες
πού 'πες πως θά 'ρθεις να με βρεις στο μαύρο κύμα
άβατος ο ωκεανός κι η γλύκα απ' το κορμί σου
στο Ναγκασάκι πότισαν το ρύζι τους με αίμα
μού 'ταξες να λευτερωθείς απ' τ' άστρο της αβύσσου
και σ' έκρυψα μην μαυλιστω απ της φωτιας το βλέμα
καημε μου απροσδόκητε
στη μέση του πολέμου
δεν θέλω να παραδοθω
μήτε και να νικήσω
κι έτσι που με παράσυρες
κορίτσι του ανέμου
πες μου το τι ν' απαρνηθω
για να σε αποκτήσω
μικρά ανθάκια φύτρωσαν πάλι στην Χιροσίμα
έχει ένα νόστο το το φιλι και πάνε μέρες
πού 'πες πως θά 'ρθεις να με βρεις στο μαύρο κύμα
άβατος ο ωκεανός κι η γλύκα απ' το κορμί σου
στο Ναγκασάκι πότισαν το ρύζι τους με αίμα
μού 'ταξες να λευτερωθείς απ' τ' άστρο της αβύσσου
και σ' έκρυψα μην μαυλιστω απ της φωτιας το βλέμα
καημε μου απροσδόκητε
στη μέση του πολέμου
δεν θέλω να παραδοθω
μήτε και να νικήσω
κι έτσι που με παράσυρες
κορίτσι του ανέμου
πες μου το τι ν' απαρνηθω
για να σε αποκτήσω
Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020
de yure
εκει που ρίξαμε άγκυρα
έχασα τη φωνή μου
πα στη σκαλιέρα άφησα
όνομα και φυλή
τι μου χρωστούσε η κόλαση
κι αντάμωσες μαζί μου;
και μού 'ταξες περίπολο
σ' όνειρα αβαθη
μισοσβησμένο μ' έβρηκες
μα δες με! λαμπαδιάζω
πεινάει η νύχτα το φιλι
σχολάνε οι φυλακές
τούτο το μπάρκο τ' άλικο
στα σωθικα μου βάζω
κι οι μέρες οι κατοπινες
ας είναι οι δικαστες
δικές σου όλες οι ριπές
κόκκινες και γαλάζιες
σημάδια απ' άλλες εποχές
-πού 'ρχονται- θαλασσιές
τι κι αν βαθια με πότισαν
η αρμύρα κι οι μουράβιες
σταβέντο μεσοπέλαγα
κι ανάβουν οι φωτιες
έχασα τη φωνή μου
πα στη σκαλιέρα άφησα
όνομα και φυλή
τι μου χρωστούσε η κόλαση
κι αντάμωσες μαζί μου;
και μού 'ταξες περίπολο
σ' όνειρα αβαθη
μισοσβησμένο μ' έβρηκες
μα δες με! λαμπαδιάζω
πεινάει η νύχτα το φιλι
σχολάνε οι φυλακές
τούτο το μπάρκο τ' άλικο
στα σωθικα μου βάζω
κι οι μέρες οι κατοπινες
ας είναι οι δικαστες
δικές σου όλες οι ριπές
κόκκινες και γαλάζιες
σημάδια απ' άλλες εποχές
-πού 'ρχονται- θαλασσιές
τι κι αν βαθια με πότισαν
η αρμύρα κι οι μουράβιες
σταβέντο μεσοπέλαγα
κι ανάβουν οι φωτιες
Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020
προς άγραν θέρους
πόσο φως
περίσευε πίσω απ' όσα δεν λέγαμε
κι εσυ
μυρίζεις σαν αργοπορημένος Μάης
σαν σε φιλάει η νύχτα στο λαιμο
εγω ζηλεύω
άχραντο της ψυχης το τρόφιμο
θέριεψε
και ρίζωσε
στις επάλξεις
δεν μιλάω πια γι αγάπες παλιες
ανατριχιάζει ο σουγιας στην τσέπη
και θέλω να σε κλέψω απ' την αρχη
χωρις ενδοιασμους
χωρίς όπλα και πανοπλίες
γυμνος και βαφτισμένος τις αλήθειες
που τόσο απαρνηθήκαμε
πότισε το περιβόλι με χρώματα
κι εγω θα σου θερίσω καλοκαίρια...
περίσευε πίσω απ' όσα δεν λέγαμε
κι εσυ
μυρίζεις σαν αργοπορημένος Μάης
σαν σε φιλάει η νύχτα στο λαιμο
εγω ζηλεύω
άχραντο της ψυχης το τρόφιμο
θέριεψε
και ρίζωσε
στις επάλξεις
δεν μιλάω πια γι αγάπες παλιες
ανατριχιάζει ο σουγιας στην τσέπη
και θέλω να σε κλέψω απ' την αρχη
χωρις ενδοιασμους
χωρίς όπλα και πανοπλίες
γυμνος και βαφτισμένος τις αλήθειες
που τόσο απαρνηθήκαμε
πότισε το περιβόλι με χρώματα
κι εγω θα σου θερίσω καλοκαίρια...
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020
καλλιέργειες
μια στο ολόχρυσο καρφί
και δυό στο άδειο χέρι
κεί δά πού πας να τ' αρνηθεις,
σε ζώνει και σε σφίγγει
νίψου με ό,τι φίλησες
κι απάγγιο μην γυρεύεις
νίψου με ό,τι φίλησες
κι απάγγιο μην γυρεύεις
κι ο πόνος ας κρυφογελά
κι ο δρόμος ας σου γνέφει
εσυ στο τάκα-τούκα σου
καρφώνεις μιά λεπίδα
κι αδειάζει το εσπερινό το κλάμα
από κείνη
κι απ την αρχή
μεσόστηθα
φυτρώνουν τα σποράκια...
κει π' αγκαλιάζει ο ποταμος
την θάλασσα τη μαύρη
κει θ' ανταμώσουν μια βραδυά
οι κάποτε εαυτοι μας!
από κείνη
κι απ την αρχή
μεσόστηθα
φυτρώνουν τα σποράκια...
κει π' αγκαλιάζει ο ποταμος
την θάλασσα τη μαύρη
κει θ' ανταμώσουν μια βραδυά
οι κάποτε εαυτοι μας!
Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019
περίπολος
τελευταία
δε μ' ακούν τα μάτια μου
κι έτσι, έρμεα, μπερδεύονται στα μαλιά σου
βουτάνε απ' το μέτωπο
κατρακυλουν και κάθονται
κάτω απ τις μαρκίζες
χαζολογάνε μιά την θάλασσα
μιά την φωτια
κι ύστερα, ποτισμένα ίαση
γλυστρούν στους κερασόκαμπους
κι όλο ρεμβάζουν
σχεδόν ανήθικα, πολύ
τόσο, που ντρέπομαι πια να τα κάνω παρέα
κι έτσι τ' αφήνω
ερήμην μου κι αυτόβουλα να σεργιανάνε
κι εγω πορεύομαι
τυφλος,
ένοχος,
και μεθυσμένος...
δε μ' ακούν τα μάτια μου
κι έτσι, έρμεα, μπερδεύονται στα μαλιά σου
βουτάνε απ' το μέτωπο
κατρακυλουν και κάθονται
κάτω απ τις μαρκίζες
χαζολογάνε μιά την θάλασσα
μιά την φωτια
κι ύστερα, ποτισμένα ίαση
γλυστρούν στους κερασόκαμπους
κι όλο ρεμβάζουν
σχεδόν ανήθικα, πολύ
τόσο, που ντρέπομαι πια να τα κάνω παρέα
κι έτσι τ' αφήνω
ερήμην μου κι αυτόβουλα να σεργιανάνε
κι εγω πορεύομαι
τυφλος,
ένοχος,
και μεθυσμένος...
Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019
ερμητικον 2
στης αγάπης το βυζι
πέτρα το γάλα
κι εγω
με την ρόγα ανάμεσα στα δόντια
μην ξεθαρεύεις και ξέρω
είναι γλυκος ο πόνος
ώρες ώρες
μα η δίψα
η πείνα
δεν σβήνουν
λαμπάδα τα μάτια
και στης αναπνοης τα δάχτυλα
λεκέδες από σπίρτο
πόσο ακόμη να νηστέψω το φιλι σου;
να τιμωρηθω;
να μετανιώσω;
θα βαφτιστω
στ' ακριβο σου το στερέωμα
σ' ένα νωχελικο κρεσέντο
οξύμορο
με καινούργιο όνομα
σαν άγνωστος
θέλω να σε χτυπήσω
μα δεν έχω πια γλώσσα
ερήμην μου πολύτιμος
αναζητω εύγευστη ουσία
στους γρίφους
και στις καταλήξεις
των λιγοστων μηνυμάτων σου...
πέτρα το γάλα
κι εγω
με την ρόγα ανάμεσα στα δόντια
μην ξεθαρεύεις και ξέρω
είναι γλυκος ο πόνος
ώρες ώρες
μα η δίψα
η πείνα
δεν σβήνουν
λαμπάδα τα μάτια
και στης αναπνοης τα δάχτυλα
λεκέδες από σπίρτο
πόσο ακόμη να νηστέψω το φιλι σου;
να τιμωρηθω;
να μετανιώσω;
θα βαφτιστω
στ' ακριβο σου το στερέωμα
σ' ένα νωχελικο κρεσέντο
οξύμορο
με καινούργιο όνομα
σαν άγνωστος
θέλω να σε χτυπήσω
μα δεν έχω πια γλώσσα
ερήμην μου πολύτιμος
αναζητω εύγευστη ουσία
στους γρίφους
και στις καταλήξεις
των λιγοστων μηνυμάτων σου...
Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019
επιρρήματα
σώθηκαν τα κάποτε
τα τώρα ασθμαίνουν στις ανηφοριές
τα αύριο αντιπαλεύουν τους ονειροκρίτες
στα ποτέ χορταίνω δίψα
ξαπλωμένος στους χρονικους προσδιορισμους
νηστεύω τ' απαραίτητα
δυό φιλια
μιά Παρασκευη απόγευμα
τ' ανοιχτό πουκάμισο
μια καλοκαιρινη φούστα
το χέρι σου στον ώμο μου
το χέρι μου στη μέση σου
το γλυκο κρασι
μιαν υπόσχεση
όλα μετέωρα
ανάμεσα στα επιρρήματα
αναβλύζουν μισή λαχτάρα
τα τώρα ασθμαίνουν στις ανηφοριές
τα αύριο αντιπαλεύουν τους ονειροκρίτες
στα ποτέ χορταίνω δίψα
ξαπλωμένος στους χρονικους προσδιορισμους
νηστεύω τ' απαραίτητα
δυό φιλια
μιά Παρασκευη απόγευμα
τ' ανοιχτό πουκάμισο
μια καλοκαιρινη φούστα
το χέρι σου στον ώμο μου
το χέρι μου στη μέση σου
το γλυκο κρασι
μιαν υπόσχεση
όλα μετέωρα
ανάμεσα στα επιρρήματα
αναβλύζουν μισή λαχτάρα
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019
ερήμην νοημάτων
ποιος, τώρα, να τα ντύσει τα γυμνα μου;
τ' αδέρφια μου
τα σπόρια μου
τα πανωσέντονά μου
ποιος να τα θρέψει, τώρα δα, τα άμοιρα παιδια μου;
τα παραμελημένα μου
τα μάτια μου
τα άλφα και τα ωμέγα μου
τα θαλασσόβγαλτά μου
ξεστράτησέ μου ο σουγιας
κι έκοψε τις καδένες
κι αυτα, τ' αλαφροίσκιωτα
ξεμάκρυναν στο κύμα
κι εγω στο περιστήλιο
πρόσπεφτα σ' άδεια πόδια
τώρα
γυμνα αυτα
τυφλος εγω
κραδαίνω την ρομφαία
μήπως την δουν απο μακρυα
κι απολησμονηθούνε
μ' απ' όλα
κείνο το τσουκι
που τό' χα κορφοθρέψει...
τ' αδέρφια μου
τα σπόρια μου
τα πανωσέντονά μου
ποιος να τα θρέψει, τώρα δα, τα άμοιρα παιδια μου;
τα παραμελημένα μου
τα μάτια μου
τα άλφα και τα ωμέγα μου
τα θαλασσόβγαλτά μου
ξεστράτησέ μου ο σουγιας
κι έκοψε τις καδένες
κι αυτα, τ' αλαφροίσκιωτα
ξεμάκρυναν στο κύμα
κι εγω στο περιστήλιο
πρόσπεφτα σ' άδεια πόδια
τώρα
γυμνα αυτα
τυφλος εγω
κραδαίνω την ρομφαία
μήπως την δουν απο μακρυα
κι απολησμονηθούνε
μ' απ' όλα
κείνο το τσουκι
που τό' χα κορφοθρέψει...
<συνεχίζεται>
Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019
ερμητικό
ἔσονται οι Μοίρες
σε σάρκα μία
ανάδρομος εσπερινός
που μεσημεριάζει παλίνδρομος
κι ύστερα πάλι
ενδίδει στη νύχτα
κι η ανάσα της ακταιωρός
να περιμένει τον ορυμαγδό
απ' τ' ασημένιο βουνό
ν' αγκαλιάσει το σύμπαν της
στις εκβολές
θεών θελόντων
κι Άνασσας επιτρέπουσας
δεν θα σωθεί τούτη η μνήμη
όσο και να την πίνω
σφύζει ενδελέχειας
σε σάρκα μία
ανάδρομος εσπερινός
που μεσημεριάζει παλίνδρομος
κι ύστερα πάλι
ενδίδει στη νύχτα
κι η ανάσα της ακταιωρός
να περιμένει τον ορυμαγδό
απ' τ' ασημένιο βουνό
ν' αγκαλιάσει το σύμπαν της
στις εκβολές
θεών θελόντων
κι Άνασσας επιτρέπουσας
δεν θα σωθεί τούτη η μνήμη
όσο και να την πίνω
σφύζει ενδελέχειας
Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018
μεταίχμιον
σαν έτοιμοι
περπατήσαμε μαζί τη σανίδα
έφτανε μια μικρή ώθηση
για την απογείωση
πτήση χαμηλή
πάνω απ το κύμα
μην μας χορτάσουν τα σκυλόψαρα
που σουλατσάρουν πεινασμένα
κι εκεί
στην παραμονή της αναχώρησης
θυμήθηκες πού 'χες ξεχάσει το λάδι στη φωτιά
τώρα η άκρια της σανίδας πιο ευρύχωρη
έστησα σκηνή και περιμένω
οι σκύλοι πεινασμένοι
η θάλασσα παρακλητική
ο βυθός προσβάσιμος
μα δεν θα προλάβω να φτάσω
κι αντίδωρο
δε με δίνω σ' αυτούς
κι εσύ
να τηγανίζεις ακόμη, αέναη
κι εγώ
στο μεταίχμιο, ενεός
μυρίζω τα ξεροψημένα σπλάχνα μου
και περιμένω
το ίδιο κι οι σκύλοι
με τα αρχαία ονόματα
περπατήσαμε μαζί τη σανίδα
έφτανε μια μικρή ώθηση
για την απογείωση
πτήση χαμηλή
πάνω απ το κύμα
μην μας χορτάσουν τα σκυλόψαρα
που σουλατσάρουν πεινασμένα
κι εκεί
στην παραμονή της αναχώρησης
θυμήθηκες πού 'χες ξεχάσει το λάδι στη φωτιά
τώρα η άκρια της σανίδας πιο ευρύχωρη
έστησα σκηνή και περιμένω
οι σκύλοι πεινασμένοι
η θάλασσα παρακλητική
ο βυθός προσβάσιμος
μα δεν θα προλάβω να φτάσω
κι αντίδωρο
δε με δίνω σ' αυτούς
κι εσύ
να τηγανίζεις ακόμη, αέναη
κι εγώ
στο μεταίχμιο, ενεός
μυρίζω τα ξεροψημένα σπλάχνα μου
και περιμένω
το ίδιο κι οι σκύλοι
με τα αρχαία ονόματα
...αναδρομες (απ' τα μισοτελειωμένα στα συρτάρια)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)