της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

αλαργινο...

κρυφη κραυγη, στη νότα που ανέμισε
στα ύφαλα κρυμμένη μια ανάσα
σ' όσα δεν λέω μια αδιόρατη πληγη
ένα χαμόγελο που τό 'πιασα στα πράσα

πίσω απ' τα δόντια ένα "έλα" που φοβάται
κάτω απ' το κύμα ο βυθος που με καλει
κείνη η νύχτα που κορόϊδεψα το Σύμπαν
έρχεται πίσω να μου πάρει το φιλι

κι αν αλαργέψαμε απ τ' άγρια πελάγη
κι αγαπηθήκαμε στου φλοίσβου τον ρυθμο
στο μαύρο κύμμα θ' ανταμώσουμε ένα βράδυ
γυμνοι απ' τ' άχρηστα, 
εσυ κι εγω....








Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Ημερολόγιο

τι μαρτυρας άκαρδη πόλη μου;
τι; και με ξεγυμνώνεις
και σημαδευεις ανεξίτηλα το σβέρκο μου
κι αν είναι νά 'ρθεις
κάντο τώρα
πριν σωθούν όλα τα χρώματα
απ' τα νεανικα μας χτίσματα
μόνο μην με φιλήσεις
εκει που με σημάδεψες
κάντο τώρα
γιατι δεν έχω πια
με τι ν' ανταλλάξω τη θλίψη
που μου χαρίζει αυτος ο κόσμος
κάνω απόπειρες
να επανορθώσω τις άδικες αναφορες
στις χειμωνιάτικες προβλέψεις
κορίτσι,
πού 'γινες σκια των μυστικων μου πόθων,
μην γελάστεις
μην γελαστεις νομίζοντας
ότι παράβλεψα την τόση έξαψη
στα πρώτα μας τα βήματα
μέσα απ' τις άγνωστες
κι εντυπωσιακες
ερωτικες μας εντυπώσεις...




Δεκέμβρης 1985

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ό αν ακούεις, εί!

τι παράξενη η διαδοχη του χρόνου
έχω μόλις εφτα λεπτα να σου γράψω...
εφτα λεπτά και τριανταένα δευτερόλεπτα...
(θά 'κανε ρίμα από μόνο του)
κι αναρωτιέμαι
πως μπορεις να συμπυκνώσεις τη θάλασσα σ' εφτα λεπτα;
να περπατήσεις στο φρύδι του βουνου;
να τεντώσεις τη χορδη στο τόξο;
να σηκώσεις το πανι;
να τρέξεις κατα 'κει;
τι προλαβαίνεις;
τι ν' αποστάξεις;
να βγει μία σταγόνα
μονάχα μιά
απαύγασμα
πρωτόλειο
ούτε ένα φιλι καλα καλα...
σαν βιαστικη καληνύχτα,
που σε συντροφεύει για νύχτες πολλες
κι ανέχεται τις παλινωδίες σου,
έρχεται μια αύρα
μέσα απ' το όστρακο
που φυλακίζει τις εύθραστες ψυχες μας,
σαν χειροκρότημα...





γράφε μου, νά 'χω να περιμένω
μίλα μου, νά 'χω να τραγουδω
όσο ανασαίνω, θα είμαι εδω...




Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

παλινωδία

- τώρα τι να γράψω;
ρώτησε ο παλιάτσος τον ληστη
- γράψε για τ' όνειρό σου, είπε εκείνος
- μα δεν έχω όνειρα
- θέλεις να κλέψω ένα για σένα;
- θέλω να μου δώσεις πίσω κείνο που μού 'κλεψες...
- αυτο δεν γίνεται, το χάλασα εκείνο, τό 'παιξα και τό 'χασα
- και ποιος το κέρδισε;
- η Θάλασσα
- να πας να την βρεις, να της το κλέψεις πίσω
- τό 'χει κλειδωμένο βαθια, χιλιάδες λεύγες
- να βουτήξεις
- δεν έχω άλλη ανάσα
- τι την έκανες;
- μου την έκλεψε
- ποιός;
- κείνη πού 'χες ζωγραφίσει μέσα στ' όνειρο...



Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

επιθυμίες


δεν θέλω τ' αψεγάδιαστα φτερα του συνειρμου σου
ούτε το απαράμιλλο της τρέλλας σου φιλι
νά 'ρθω μια νύχτα να σταθω στο γείσο του μυαλου σου
να κάνω κείνη τη βουτια που πόθησα πολυ

δεν θέλω την κοσμορροη του τελευταίου τραίνου
τ' άστρο που δεν λαμπύρισε, τη φλόγα που δεν καίει
την αυταπάτη του έρωτα του χιλιοπροδομένου
θέλω εκείνο το παιδι, που σαν πονάει κλαίει

θέλω κείνο πού σού 'φτιαξα της νύχτας το γιορντάνι
να το φορας κατάσαρκα σκουτι θαλασσινο
να περπατάω στα κύματα, ν' αφήνω το λιμάνι
να κοροϊδέψω μια φορα και ρέμα και γκρεμο

κρύψου, κι αν σ' αποθύμησα
πάρε απ' τον κάβο αλμύρα
σου τό 'χα πει πολλες φορες
φυλάξου απ' τη φωτια
απ' το φιλντίσι της ψυχης
ξύδι και μέλι πήρα
αλοίψου γη και θάλασσα
κι ανοίξου στα βαθια


Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

αποκάλυψη(;)

πολύπλοκη
σαν γόρδιος δεσμος 
αυτη η αυταπάτη
σαν παφλασμος θάλασσας άστατος
αποπροσανατολισμος
αδέσποτο σκυλι
ελπίδα ορίζοντα
γωνιές με λιγοστο φως
σκιες
φαντασιώσεις,
που γεννουν αιτίες
και ξεπηδουν απ' τις αιώνιες μήτρες
των άκαιρων συνειρμών
οργανισμοι
κάτω απ' τη σκόνη
με τη γλυκεια γεύση
ριπες αέρα απ' τις χαραγματιες
στεγνο αίμα
και σπέρμα
κι ιδρώτας της πέτρας
και σύνορα
κι ανοιχτες πόρτες σε κήπους
ψηφίδες
σκορπισμένες στα πέντε σημεία
μιά εδω
μιά εκει
ηλεκτρικο ρεύμα
ηλεκτροσοκ στο κλειδι του σολ
έκλπηξη από μάρμαρο
οδύνη από μεταξωτο μαντήλι
πανι από ανάσα
φιλι από φωτια
μπλε,
κόκκινο,
δακτυλισμοι πάνω σε φθαρμένο ξύλο
δρόμοι του πουθενα
μονοπάτια του πάντοτε
φωτογραφία με το χρόνο...
ο πιο μεγάλος έρωτας
είναι κείνος
που πεισματικα εντός μας
νιώθει πώς να κρύβεται...







Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

δυό αλήθειες κι ένα ψέμα

οι αλήθειες μου
όλο και στερεύουν εκει έξω
σκοτώνονται
αυτομολουν
ξεβρακώνονται
του βίου τους το προσδόκιμο
κατρακυλάει ασύδοτα
στην αχόρταγη καταπιώνα του χρόνου
λιγοστεύουνε οι αλήθειες μου
αποδημουν
σε εύφορα παρτέρια
σε τόπους χλοερους
σ' ανείπωτα μεθύσια
με πρόσφυγες συνδαιτυμόνες
κι ύστερα
πρέπει να σκάψεις βαθύτερα
όλο και βαθύτερα
με του Ήφαιστου τ' αμόνι για σφυρι
και της ματιας σου την ακίδα για καλέμι
χάνονται οι αλήθειες μου
πνίγονται σε θάλασσες ρηχες
τις τρώνε οι σκύλοι
κι όχι που έχω να το λέω
μα εγω είμαι κείνος που πολλες έδιωξα
που άλλες ανώφελες προσκάλεσα
κι άλλες τις κατανάλωσα
με μια χορταστικη μπουκια
σε ματαιόδοξες κι άκαιρες μάχες
κι όλο σκάβεις βαθύτερα
και κείνες στερεύουνε
κι είναι ο δρόμος
μία σκαλιέρα δίχως ρέλια
να πιαστεις;
ν' ανέβεις;
και ταξιδεύουνε οι αλήθειες μοναχές τους
ή μ' άλλους
κι ούτε να τις μουτζουρώσω πια δεν κάθονται
να τις απο-θανατίσω
τους χαρίζω για κρεβάτι
άσπιλο λευκο χαρτι
και τ' αρνιούνται
λασπογεννημένες
άπιστες
κι όλο βαθαίνει το λαγούμι
αργα
βασανιστικά
ώσπου...


βρίσκει κενο το σίδερο
και βράχο το καλέμι
και το πηγάδι της ψυχης
τανίζεται και τρέμει
φτύνει φωτιες το σήμαντρο
και στάχτες το πηγάδι
είν' η Αλήθεια η άφθαρτη
που με τραβάει στον Άδη
μα η Αδερφη της η Ηχω
της Άβυσσως τ' Αηδόνι
κάνει τη στάχτη μου πανι
και την φωτια σεντόνι
κι εκει, την ύστατη στιγμη
μ' ένα Ψέμα με σώνει...






πάλι γι αλλου ξεκίνησα
κι άλλου η πορεία μ' έβγαλε...

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

δεν ακους;

σώπασε η νύχτα ν' ακουστει
ψηλα, στο μετερίζι της,
μια μπόρα αλυχτάει
θάλασσα που με σήκωσε
σ' ωκεανο με πάει
σωπαίνει κι ο μεσημβρινος
και στο στερνο αφορισμο
κρατάει ο αχος το ίσο
ποια μουσικη σε λαχταρά;
και ποια λαχτάρα θα σε φέρνει πάντα πίσω;

σκια, σιωπη κι απόσταση
στο άκουσμα του κεραυνου
μι' ανάγκη ανασαίνει
στήθος π' αέρα θήλασε
και θύελλα κραδαίνει
ησύχασε κι η Άνασσα
η δίψα με περιγελα
κι ο ύπνος με προδίνει,
ποια νυχτωδία σε κυβερνα;
σε ποιο μοιραίο κυβερνήτη σε αφήνει;


ησύχασε
και θ' ακουστει της σιωπης
ο γρίφος ο κρυμμένος
κι έτσι γυρτο στην κουπαστη
θα μ' ανταμώσει ο πρόσφυγας ο άγγελος
ο απ' αγάπη κολασμένος






Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

εύκολος στόχος

όπλισε μια νότα στη θαλάμη
ένας στίχος στην κάννη
σιγαστήρας
πως να φυλαχτεις;
η ζώνη
γεμάτη σφαίρες
πως να γλυτώσεις;
ακους να έρχεται από μακρυα
όμως δεν μπορεις
ν' αποφύγεις το μοιραίο
άσπρο πουκάμισο
τέσσερεις ομόκεντροι κύκλοι
στην πλάτη
στο στήθος
στο τρίτο μάτι
κόκκινοι
δεν κινείσαι εσυ
στρέφει ο κόσμος γύρω σου
που να κρυφτεις;

πρέπει να σκοτώσω τη μουσικη
πριν προλάβει
και με σκοτώσει εκείνη...



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

παράσιτα

στις νευρικες μου απολήξεις
μαζεύονται ολημερις
οι τζίτζικες
πού 'χουν ξεμείνει απ' το καλοκαίρι
κάνουν γιορτη στα φλογισμένα μου αισθητήρια
ξεχνιούνται
κι εγω ανταριάζω
στις πατούσες μου
οικοσιτίζονται μικρες βδέλες
υπόλοιπα της τελευταίας βουτιας
στα θολα νερα της μνήμης
κι είναι βάσανο το περπάτημα
στ' αυτια μου
ένα σμάρι νυκτόβια κουνούπια
βουίζουνε πρόστυχα
και πίνουν αίμα νοθευμένο με οινόπνευμα
μεθάνε κι αυτα
κι έπειτα αρχίζουν τις βουτιες
έτσι αυτομολουν πριν τα προλάβω
δεν ακούω καλα τις νότες
στο στόμα μου
δροσίζονται μια παρέα κόκκινα μυρμήγκια
πού 'χανε φωλιάσει
στις λιγοστες χωμάτινες κοιλάδες  του μυαλου μου
κατρακυλουν απ τη ρυνικη κοιλότητα
στον ουρανίσκο
μπερδεύονται με τη γλώσσα μου
που μυρμηγκιάζει όπως όταν
κι έγινε το φιλι μαρτύριο
στα χέρια μου
νυχτοπερπατάνε ανάλαφρα οι αράχνες
πού είχαν σπιτωθει
στις ξεχασμένες χειρονομίες
που τώρα τις νιώθω τόσο άγνωμες
κι οι ιστοι να με γαργαλουν στις μασχάλες
στα μάτια μου
γεννουν τ' αυγά τους
μικροσκοπικοι ερμαφρόδιτοι ιππόκαμποι
αναβλύζουν απ τις βρύσες
μα πεθαίνουν κάθε πρωι
μόλις κοιτάξω τον ήλιο
τυφλος τη μέρα απομένω
μονολογώντας:
αγαπημένα μου οικόσιτα
παράσιτα
λιγόφαγα
καλόβολα
που μου θυμίζετε των αισθήσεων την χρήση
δεν σας αποδιώχνω
μονάχα κείνο 'κει το μαύρο φίδι
που κρύβεται κουλουριασμένο στα σπλάχνα μου
και κάνει κάθε βράδυ ρεσάλτο
στη φωνη και στα χαρτια μου
θα το σκοτώσω
κι απ το πετσι του
θα φτιάξω μια φωλια στα μαλλια σου
νά 'χουν τ' αποδημητικα
λιμάνι στο ταξίδεμα
κι η Άνοιξη
ας αργήσει όσο εκείνη θέλει





Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

περι θρησκείας

θεός
είν' η Αγάπη
κι ός αγαπάει, θεος κι αυτος
φόβος είν' η Αγάπη
η μεταξένια η κλωστη
που μπαλώνει τα όνειρά μας
τ' άχραντο το μυστήριο
θεος είν' η Αγάπη
κι ός αγαπάει μύστης
κι ιερουργος της
κι ο Έρωτας
η Άγια της η τράπεζα
το θυσιαστήριο 
η κολυμπήρθα
κει που πεθαίνεις
κι εξαγνίζεσαι
την ίδια τη στιγμη
θεος ειν' η Αγάπη
που λειτουργει
τελετουργει
κι όποιος την πίστη αυτη αξίζει
μεταλαμβάνει ξανα
και ξανα
και στους αιώνες
την άσφαλτη θρησκεία της
σε πείσμα των καιρων
ιδανικα θα δικαιώνει



αφιερωμένο

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ψάρεμα

ξέφυγ' η κάφτρα
κι ακούμπησε
στο κορμι του χαρταετου
π' ανέμελος λικνίζονταν
κι άνοιξε μια τρύπα
ολοστρόγγυλη
να χωράει τ' αποψινο φεγγάρι
ζήλεψ' η νύχτα
και κρέμασε στα ζύγια 
δυο φλουρια
γέλασε η θάλασσα
και κατάπιε την ουρα
κι ο άμοιρος χαρταετος
κολοβος κι ανάσκελα
με δυο ασημένια μάτια
κι ένα στόμα ορθάνοιχτο
κολυμπάει προς την Αψιφιά
-πως σού 'ρθε να πετάξεις βραδυάτικα αετο;
-δεν είν' αετος
-αλλα; τι είναι;
-δόλωμα γι' ασημένια μάτια, είπε
κι έπειτα βούτηξε...



Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

εν αιθρία

ολόγυμνος εσπερινος
πάνω απ' τον τρούλο της
αιωρείται
με χρυσαφια σαντάλια
και μια ρομφαία στο χέρι
στ' αριστερο του τ' αστραγάλι
μιαν άγκυρα
και στο δεξί
δεμένο με μεταξωτο νήμα
ένα μικρο παιδι
να περιφέρει το ντέφι ανάποδα
ανάμεσα στις παρέες
τ' αργύρια
αναπηδάνε στο τεντωμένο πετσι
σαν τη βροχη
πάνω στη λαμαρίνα
ρίχνει πίσω το κεφάλι
και γράφει,
θαλασσια μονοκοντυλια,
ένα ξόρκι
στο υπογάστριο του ανεμοδουριου της
κι εσυ
που διάλεξες
ποιο όνομα θα γράψουνε στην πλάκα σου
τώρα ξέρεις
και ποιο θα μουρμουρίζεις
όταν θα φεύγεις...


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

"ενοικιάζεται"

στην πλατεία
μια ιδέα προσωρινότητας
δυο παγκάκια άβολα
πεντ' έξη παιδια
μια μπύρα μισοπιωμένη
ένα φιλι
μια καληνύχτα
ένα "αύριο πάλι"
ένα λεωφορείο σε στάση
θύλακας ψυχων άδειος
απροσδιόριστης διαδρομης
στη γαλαρία του
μια εφημερίδα ξεχασμένη
"ενοικιάζεται επιπλωμένο"
πού να στεγάσουμε
την εναπομείνουσα ευαισθησία μας
για όσα πια αμετάκλητα λιγοστεύουν;



Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

το όνειρο


κει που γεννοβολούσε η νύχτα πυρκαγιες
κι άλλαζε η πυξίδα πρόσημα
πορεία δεν εβγήκε
γελούσε η Θαλασσομάνα
κι ο Πατέρας έκαιγε πάνω στη λίνια
ούρλιαζε η άγκυρα να λυθει
μπας και μας γλυτώσει
στον πηγαιμο ή στον γυρισμο,
αν ήταν,
δεν το γνώριζα
μήτε κι άλλος τό ΄ξερε να μας το πει
το σούρουπο
πάνω στις δώδεκα αναλαμπες
ξεκουρντίστηκε η προπέλλα
ξώκειλε το κουφάρι με την σάπια κοιλια
γιομάτη στρειδώνα
σε μιαν ευρύχωρη γωνια του χάρτη
στο περιθώριο με μολύβι
η  παρατηρηση του πιλότου
"beware of the tides in these shallow waters"
το καράβι το λέγανε "M/V Nemesis"



Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

αστρονομία

ήταν τότε,
που σκόνταψε η νύχτα
σ' ένα μετέωρο φιλι
κι έπεσε
στα δίχτυα πιάστηκαν 
ο Σείριος,
ο Αλδεβαραν,
κι η Ανδρομέδα
μ' όλα της τ' αστέρια
στραφταλούσε το κύμα
πιάναμε τ' αστροπαίδια με τα μικρα μας χέρια
και τα κλείναμε σε μεγάλες γυάλες
Βενετσιάνικες
κι εκείνα
τρυπούσαν το γυαλι
κι έτρεχαν ν' ανταμώσουνε τ' αδέρφια τους
κι όταν παλινόστησαν όλα,
γυαλια κι άδειες φυλακες
μείναν στα πόδια μας,
απόστασες
κι ακουμπώντας τα χέρια σου
στα κουρασμένα μου γόνατα
είπες:
"θέλω και την Αφροδίτη και τον Άρη,
ζευγάρι να τους κλείσω μιά, 
κι ας φύγουν μετα για πάντα"
κι έτσι απρόσμενα
με ξαναφίλησες



Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

εποχιακο


Θα κλέψω είκοσι σπυρια
καλοκαιριου ψηφίδες
να τις φυτέψω στ’ όνειρο
να πω ότι τις είδες
θα περιμένω τις βροχες
του φθινοπώρου αδέρφια
να ποτιστουνε τα βουνα
να παίξουνε τα ντέφια
πρωτου χειμώνας ν’ ακουστει
κι η πόρτα να παγώσει
πρωτου το κύμα να σβυστει
κι η θάλασσα θολώσει
μ' αν είναι και την άνοιξη
θεριέψουν τα κλωνάρια
θα στήσω πέντε ξώβεργες
στου άνεμου τα χνάρια
να πιάσω κείνο το πουλι
τ' αγρίμι, το γεράκι
στον κόρφο μου να το φυλω
να μην το φαν οι δράκοι




για τις βροχες που θα έρθουν



είπα πως δεν θα γράψω με μέτρο για λίγο
αλλα αυτο μου τραβούσε το μανίκι...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

κλήδων

στο πήλινο το κιούπι
γεμάτο με τ' αμίλητο νερο
βάφτισε το δαχτυλίδι της
τ' απόθεσε καταμεσης στην αυλη
σκεπασμένο με τ' άλικο το φουλάρι
απ την Σμύρνη
ύστερα, ορκίστηκε σιωπη
ως το πρωι
κι έπεσε να κοιμηθει
την άλλη μέρα
το ξέπλυνε απ' την αστρόσκονη
και τό 'βαλε στον παράμεσο
το βράδυ πήδησε τρεις φορες τις φωτιες
ντύθηκε το φουλάρι μοναχά
κι ύστερα κίνησε για τη θάλασσα
ξυπόλητη
την προηγούμενη νύχτα
είχ' ονειρευτει τον Ποσειδώνα
μπήκε στο νερο ως τη μέση
με το κύμα να φιλάει τα στήθια της
φώναξε τ' όνομά του
η γαλάζια πέτρα ανατρίχιασε
κι ούτε την ξανάδε κανεις πια από τότε...



Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

porto leone

αποσώνετ' η μέρα
απ' τον οίκτο του ήλιου
κι η νύχτα ζορίζεται
να μεταγγίσει λίγη ακόμη συμπάθεια
για τα τα ρεφραίν
που στερεύουνε στα πεζοδρόμια
στη μπούκα του λιμανιου
το λιοντάρι
κοιτάει κατ' απέναντι στη Δραπετσώνα
μια πιλοτίνα με μαύρο κύτος
πλευρίζει στην ανεμόσκαλα
ο κάβος
δεμένος σ' ένα κόκκινο ρυμουλκο
σκορτσάρει απ το βάρος
οι δύσκολες οι λέξεις
φωνάζουνε βοήθεια για να βγουν στ' ανοιχτα



Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

αλληλένδετο

ένας καημος
θαλασσινος
μονοσύλλαβος
πιασμένος σε μια ξώβεργα
κι η ξώβεργα σ' ένα κλαρι
και το κλαρι σ' ένα δέντρο τρανο
που οι ρίζες του ως τη θάλασσα
κάθε σούρουπο
με την άμπωτη
ξεμυτάει ένα ριζάκι στ' αμμούδι
κι αφήνει ένα σπιθούρι λόγια
ρεγάλο για την παλίρροια
ρωτάει ο βράχος:
-πως είναι;
-ακόμη ξώβεργα
-και γιατι δεν φεύγει;
-μην λυθει ο καημος να σ' ανταμώσει και ρίξει το δέντρο




Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

τσιγάρο και φωτια

εν μέσω κενου
σχεδιάζω βραδυνες περιπτύξεις
με κάρβουνο και παστελ κραγιον
στην άκρια του χαρτιου
μια στάμπα απ την κούπα του καφε
κάπως λερη
σαν σκοτωμένο φεγγάρι
άδειο
δώδεκα σπίρτα
και μισο πακέτο τσιγάρα
επιτρέπονται δύο λάθη
αν βρω το σωστο κραγιόνι
στο τρίτο
θ' ανάψω απ' χείλια σου







Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

ξέφωτο

κι εσυ όλο κρύβεσαι
κει που νομίζεις δεν μπορω
ή πως δεν θέλω να σε φτάσω
και κουλουριάζεσαι
δεντρογαλια μου
ώσπου να γίνεις
μικρο σημάδι
που για μουτζούρα να το δω
κι ανόητα να προσπεράσω
ύστερα τρέχεις
να δεις αν έχω αναπνοες
να σε προφτάσω
μα αφήνεις τα σημάδια σου
μην και σε χάσω
άλλοτε στέκεις όρθια
και με κοιτας
ίσια στα μάτια
γέρνεις λιγάκι το κεφάλι δεξια
πέφτουν οι μπούκλες στο λαιμο
χαμογελας
και λες:
-αποκοιμήθηκε, τώρα θα του το σκάσω!
έπειτα πάλι
στέκεις αμίλητη
σε πέτρινο σκοτάδι
σιωπηλη
με μια σιωπη που περιμένεις να τη σπάσω
να πέσει ο ήχος σαν σφυρι
και σαν παράφωνη μπουρου
να σου γελάσω
παίζεις κρυφτο με τις αισθήσεις μου
κυνηγητο με τις δικες σου
κι όταν κουράζεσαι
στέκεσαι σ' ένα ξέφωτο γνωστο
ένα χορο
κι ένα ποτήρι με κρασι
να σε κεράσω
και απορεις
πως γίνεται κάθε που βρίσκεσαι εκει
νά 'μαι και να σε περιμένω
λες:
-μπα, ξέρει, δεν έφυγε ποτε
-και το παιχνίδι αυτο τό 'χει χαμένο
όμως,
μικρη μου ανασεμια,
δεν είμαι εκει γιατι μαντεύω
εσυ με καταδίκασες
εντός σου να οικοσιτει
κείνο το ένα το κομμάτι της καρδιας μου
που σε βλέπει
που δεν φοβάται τις σκιες
που δε νογάει κούραση
και τις αιτίες,
μέχρι εντός σου να καει,
πεισματικα θα ανατρέπει...






χαρισμένο σε κείνη, που ξέρει
πως κρύβομαι μέσα της
γιατι ψάχνοντάς με,
θ' ανακαλύψει τον λαμπερο εαυτο της
(κι ας τον αρνιέται...)

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

βασιλιας



προσκαλεσμένος
σε χορο μασκαρεμένων
ποια μάσκα διάλεξες, που πλέξανε Σαμάνοι;
ψάχνει ο σουγιας να σε ματώσει μα σε χάνει
κι απέ σε χρήζει βασιλιά των κολασμένων

έϊ ώ! έϊ ώ!
της Σταχτοπούτας το φουστάνι δεν της πάει
ο μουσικός κλείνει το μάτι και γελάει
και ένα σύννεφο κουτσό
του βασιλιά το χάρτινο το στέμμα κατουράει
έϊ ώ!

παραδομένος
σε μοιραίο γαϊτανάκι
ποιο καραβόπανο φορας που τό 'χες φυλαγμένο;
στις χρυσαφιές κορδέλες του σε βρήκαν μπερδεμένο
σαν το ΄Δυσσέα, βασιλιά σ’ ένα κατάρτι

έϊ ώ! έϊ ώ!
της Αφροδίτης το λακκάκι την χωράει
ο γέρος Ήλιος ό,τι βλέπει μαρτυράει
και ένα κύμα ορφανο
του βασιλιά τον ψάθινο το θρόνο τον χαλάει
έϊ ώ!





Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

μεθυσμένο (πάλι)

εφτα πορφυρογέννητα τα πέπλα της Σαλώμης
πρόστυχ' αλλάζουν βάρδια κι απε σε κοροϊδεύουν
στο κούτελο απαράλλαχτο το σίγμα μιας συγγνώμης
δώδεκα κούπες με κρασι μέσα σου ταξιδεύουν

στο υπόγειο που αλυχτας παρέα με Μαινάδες
για να ξεχάσεις το στερνο του μπάρκου σου φιλι
θυμάσαι τις λαγόνες της που μοιάζαν παραστάδες
στο μυστικο τ' αέτωμα που λάτρεψες πολύ

κι αν είχε η νύχτα φυλακη το πέλαγο να κλείσεις
κι η θάλασσα να στερηθει το ένα της παιδι
θα 'ξερες δίχως να ντραπεις τι λύτρα να ζητήσεις
να 'χεις κείνη που λόγιαζες «θαλασσινο σκαρι»

τ' αφιόνι που σε κυβερνά καίει τα σωθικα σου
στο χέρι το τσιγάρο σου καπνο αιμοραγει
βρίζεις εκείνη πού 'κατσε ν' αναπαυτει σιμα σου
και με τα χείλια τ' άλικα σού 'ξυσε την πληγη

φωτια παίρνει η κόλαση για να σε καλοπιάσει
το μεθυσμένο βήμα σου σε φέρνει στο νερο
στ' αφροντυμένο κύμα της η λήθη ας κοπιάσει
σαν ξημερώσει η βάρδια σου κάνεις λογαριασμο

νά 'χε η νύχτα άλμπουρο ρεσάλτο να βαρέσεις
κι η θάλασσα η ανήλιαγη να 'τανε ο ληστης
δεν θα σκεφτόσουνα στιγμη μες το βυθο να πέσεις
που το' σκασε απ' τ' ακρόπρωρο, εκει να την εβρεις





αυτο τό 'χα φυλαγμένο
θ' ανοίξω παράρτημα με τα μεθυσμένα στο τέλος...

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

παραμύθι (για τα παιδια)

για το χατήρι ενος Μαγιου
καίω τον Αύγουστο
και πνίγω το Φλεβάρη
στο καλαθάκι ενος παιδιου
χωραν τα σύμπαντα
και της ψυχης τα βάρη

νά 'ταν η αγάπη ένα παιχνίδι παιδικο
κρυφτο, πεντόβολα και μπάλα στις αλάνες
σημάδι εκει στο γόνατο που μένει φυλαχτο
κι όλο χορεύει στ' όνειρο παρέα με τσιγγάνες

για το μεράκι ενος φιλιου
κρύβω το σούρουπο
και κλέβω το φεγγάρι
στο δαχτυλάκι ενος παιδιου
γρίφος κι απάντηση
τυλίγονται κουβάρι

νά 'ταν κι ο έρωτας παιχνίδι παιδικο
κουτσο, αμπάριζα και βόλτα στην πλατεία
ένα πολύχρωμο και χάρτινο θεριό
που να το καίμε τ' Αη Γιαννιου στην παραλία





περίεργα παιχνίδια παίζει η έμπνευσή μου τελευταία...

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

ναύτης ονειρεύεται με πανσέληνο



φωτια στο μώλο
κι άβυσσο το σκοτάδι
στου ακροβάτη το σχοινι
με τρίχα ματισμένο
όλες σου φως μου οι αγκαλιες
σχοινοβατουν στο χάδι

χύθηκ' η σφαίρα η άσπονδη
το στήθος ν' ανταμώσει
στου φεγγαριου το χάσιμο
ψάχνει ένα ναύτη άσημο
παράσημο να δώσει

μακρυ ταξίδι
και ναυαγος στη θάλασσα
της νύχτας το πρωτόνειρο
κρύβεται στο αμπάρι
και της γοργόνας το φευγιο
μ' ένα μεθύσι τ' άλλαξα

μαβια σελήνη
κι ύπνος από κοράλλι
τα στάχυα πού' χεις για μαλλια
ξεφτάνε στην παντιέρα
κι όλες σου φώς μου τις σαϊτιές
τις έχω προσκεφάλι

χάθηκ' η σφαίρα η άλικη
και τ' όπλο ορφανεύει
στου φεγγαριου το χάσιμο
ψάχνει ένα ναύτη άσημο
που λυτρωμο γυρεύει





το είχα υποσχεθει να το τελειώσω