της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

γιατι εγω τη κούρασή μου, με γέλιο τη νικάω... (κι ας είναι και γλυκόπικρο)

λάμνων ο ναύτης, έφιδρος έφτασεν εις την νήσον
και κουρασθεις εκ του καιρου, καμφθεις και εκ της πείνας
πέφτει στην άμμον ξέπνοος, χαμένος δύο μήνας
και άνευ μέσον να τραφεί, νερο να ξεδιψάσει
ψάχνει εις το σκαφίδιον να βρεί κάτι να βράσει
παρομοιάζων ναυαγός με γένια και κουρέλια
νεάνιδα τον πρόσεξε και έσκασε στα γέλια
της λέει "κόρη, τι γελας; γιατι με κοροϊδεύεις"
κι εκείνη απεκρίθη του "τι θέλεις, τι γυρεύεις;"
εσήκωσε το βλέμμα του, κι ευθύς αναθαρήτω
καθότι όμοιους οφθαλμούς ουδέποτε ενθυμήτω

και αίφνης εγκλωβίσθηκεν εις το θαλάσσιον βλέμμα
και ξεχασθείς την πείνα του και την ταλαιπωρίαν
είπε να δώσει σεαυτόν μια νέαν ευκαιρίαν
να σταματήσει αναφανδών να ψάχνει αλλού ουσίαν
τοιουτοτρόπως να σωθεί κι απ την κωπηλασίαν
και συγκεντρώνων δύναμην ευθυτενής σηκώθη
ακολουθών τα ίχνη αυτης που εκ προοιμίου επόθη
και περπατών ανέβηκε εις παρεγγύς λοφίσκον
και εκοιτούσε μήπως δει τον τρυφερον ιβίσκον
οι οφθαλμοί του εκαίγοντο απ την πολλη αλμύρα
κι ως βετεράνος ναυτικος διψούσε για μια μπύρα

διαβαίνων λόφους, ρεματιες έφτασεν εις χωρίον
και ως ρακένδυτος, λερος και πλήρης δυσοσμίων
ρητώς του απηγόρευσαν να διέλθη των ορίων
περικυκλώσας το χωριο, δίοδον βρήκε τέλος
κι ενω όλοι κοιμόντουσαν, έτρεξε ωσαν βέλος
εκρύφθη και εσκέφτοταν πως θα κυκλοφορήσει
άνευ των ρούχων των σωστών, πως θα την προσεγγίσει
εστάθη όμως τυχερος, στη περισση ατυχία
αφου εβρήκε ανοιχτη παρακείμενη οικία
εμπήκε μετα προσοχής και βγήκε ως νοικοκύρης
έτσι ντυμμένος και πλυθείς ήτο ως καραβοκύρης

συγοσφυρίζων έφτασε εις κεντρικήν πλατεία
και διαρκώς εκοίταζε, διαρκως παρατηρούσε
μήπως και δει εις το κοινον εκείνην που ποθούσε
το απαστράπτον του όνειρο, το τυχερον του άστρον
το τελευταίο το κλειδι να πορθηθει το κάστρον
κι εντέλει την αντίκρυσεν εν μέσω κουστωδίας
κι ως εκοιτούσε σκέφτηκε με τάσεις παρωδίας
πως χρόνια γέρος ναυτικος, τον κόσμο ταξιδεύων
αισθάνεται ως νεαρος που πάει περιοδεύων
και συγκεντρώσας δύναμην όσην του έιχε μείνει
πήρε και επλησίαζεν όπου καθόταν κείνη

εστάθη δυο βήματα εμπρος της κι απορούσε
μήπως δεν έβλεπε καλως; μήπως τον λιδωρούσε;
γιατι εξ αρχης το έβλεπε, σ' αυτον χαμογελούσε!
μ'αυτος δεν ήτο κυνηγος, ούτε ψαρας, τοώντι
ήτο και γέρος και άσχημος, και τού'λειπε ένα δόντι
όλη η περιουσία του χωρούσε σε μια τσέπη
ουδέποτε εχρειάστηκε υπο τον ήλιον σκέπη
ετούτα εσκεπτόμενος, για τ άλλα αμφιβάλλων
την αφουγκράσθη να μιλα θερμώς μετα των άλλων
και ρητορούσε, εξωτικόν πουλι του παραδείσου
μα έβλεπε εις τα μάτια της το "πάρε με μαζι σου"

περιχαρης μα σκυθρωπος παρέμενεν ο ναύτης
χαμογελούσε έσωθεν κι εν μέσω της πλατείας
τον πλησιάζει ευθαρσως και ω της ησυχίας
προτείνει του την χείρα της, του λέει τ' όνομά της
και τον εζώσαν μουσικές μα και το άρωμά της
ευθυτενης και ισοροπών, καθότι και η πείνα,
κλεισθέντων στην παλάμη του τα δάχτυλα εκείνα,
θυμήθη κόλπο Ινδικόν που είχε μάθει ήδη
και εις τον δεξί παράμεσον χαράζει δαχτυλίδι
η νεανις ετρόμαξεν μα ουδόλως ετραβήχθη
ως άλλη Ευρώπη εκ του Διός οικιοθελως απήχθη

ο ναύτης ο πολύγυρος, ο κοσμογυρισμένος
ο λαιστρυγόνας, βάρβαρους πολυπληθώς φονεύσας
σειρήνας και τας μάγισσας ο καταδυναστεύσας
ο αιχμαλωθήσας γίγαντες, ο κλέβων Πολυφήμους
ησθάνθη πως στο χέρι του καλλιεργούσε κρίνους
εστράφη προς την θάλασσα, ψάχνων δια το σκάφος
βληθης και πανικοβληθης διέκρινεν το λάθος
τη γηρασμένη φύση του, την αλμυρη παλάμη
τον έρωτα που εκάλπαζε, το βλημα εις την θαλάμη
αποφασίσας εν στιγμη ανέκρουσε και πρύμναν
μαζέψας τα κουρέλια του εξέχασε την πείναν

λάμνων ο ναύτης έφιδρος, μακραν της παραλίας
κλαίων που ανεχώρησε απ την ωραίαν νήσον
χαμογελούσε που έκλεψε έναν μικρον ιβίσκον
μα ο Ποσειδών ο πονηρός, θεος και μετανάστης
ναύτης κι αυτος απ τους παλιους, της θάλασσας δυνάστης
την νέαν εμεταμόρφωσε εις θαλλερον δελφίνι
εις την πρωραίαν μάσκα του να οδηγει εκείνη
και τον εκαταδίκασε να λάμνει ισοβίως
να κλαίει την μια, και να γελα, να ζήσει αιωνίως...




"χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο,
και μετα πάλι σβήσου με γενναιοδωρία..."
Μαρία-Νεφέλη, Ο. Ελύτης






Δεν υπάρχουν σχόλια: