ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...
Όπου τα χρυσόψαρα μπορει να δαγκώσουν σαν καρχαρίες και οι γοργόνες δεν μπορουν τα μακροβούτια...
της ψυχης
Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....
Τρίτη 31 Αυγούστου 2010
ιντερμέδιο...
δικα σου παράσημα μαζεύω...
κι εσυ θεατής στο υπερώον
χειροκροτεις την παράσταση
ο χορος αεικίνητος
σαν το μυαλο σου
κι ο πόθος σου πρωταγωνιστής
ο δικος μου σχοινοβάτης
στη μέση της διαδρομης
η επωδος
κι αιωρείται η παράσταση
να πέσει ή όχι;
ένα χειροκρότημα ακόμη
και αγγαλιάζω το κενο
δεν έχει δίχτυ
και τα φτερα μου
που είχα με κόπο φτιάξει από φύκια
στα χάρισα
ευτυχως δεν είμαι του αέρα
αλλα ούτε και της γης
αν πέσω
κάπου θα βρεθει θάλασσα
κάποιο καραβόπανο θα με τυλίξει
μη με σπαράξουνε τα ψάρια γυμνο
όπως έμεινα
επωδος...
ή μήπως πρόλογος...;
( για σχόλια ή απαντήσεις, στην προηγούμενη ανάρτηση...
θα μπορούσε να είναι συνέχειά της...)
μην γυρνας (ακόμη)...
μην γυρνας!
δεν θέλω να με κοιτάξεις στα μάτια...
μη μιλας!
δεν χρειάζεται...
ξέρω πως καιρο με περιμένεις
δεν χρειάζεται...
ξέρω πως καιρο με περιμένεις
όχι με τη στολη της παρέλασης με τα χρυσα σειρήτια
σαν πειρατη με το σουγια ανάμεσα στα δόντια
να σε κόβει βαθια όπου σε φιλάω
μην γυρίσεις!
έτσι που σου μιλάω στ'αυτι, ξέρω πως είναι δυνατη η φωνη μου
καμμια φορα αγριεύει κι όλας, και δεν λογαριάζει τις ώρες
μα θα μ' ακούσεις...
χωρις να με κοιτάζεις...
χωρις να με κοιτάζεις...
μπορεις να κλεισεις τα μάτια σου αν θες...
όχι δεν φοβάμαι,
τα μάτια σου δεν θέλω να δω
γιατι ως τη ψυχη με ξεγυμνώνουν
κι εγω δεν θέλω να με δεις ακόμη
θέλω πρώτα να σου κάψω τα λόγια μου στην πλάτη
γιατι ως τη ψυχη με ξεγυμνώνουν
κι εγω δεν θέλω να με δεις ακόμη
θέλω πρώτα να σου κάψω τα λόγια μου στην πλάτη
γι αυτο άκου με και μη γυρνας!
γιατι με κοιτας με τα μάτια της φωτιας και της θάλασσας,
κι εγω σε βλέπω με τα μάτια του αέρα...
μή μιλας!
όχι ακόμη... το ξέρω πως περίμενες... πως το περιμένεις...
κι είμαι εδω!
εδω, ένα βήμα δίπλα σου, ένα βήμα μπροστά σου, μιαν ανάσα...
εδω, ένα βήμα δίπλα σου, ένα βήμα μπροστά σου, μιαν ανάσα...
λίγο ακόμη!
το μόνο που μας χωρίζει τώρα είναι οι μυρωδιες...
το μόνο που μας χωρίζει τώρα είναι οι μυρωδιες...
ξέρεις ποιες, ξέρεις πόσο κοντα...
δεν λυπάμαι πια να σε σημαδέψω...
δεν λυπάμαι πια να σε σημαδέψω...
μπορω ακόμη και να σου χαρίσω όλα μου τα σημάδια για ένα δικο σου
ένα εκει, χαμηλα στο σβέρκο σου, η στο λαιμο σου...
να τραβήξω τα μαλλια σου στην άκρη και να σε σημαδέψω...
άκου!
άκου!
σ'ευχαριστω για τα σημάδια που με πονεσαν
ακόμη και για κείνα που επίτηδες μου χάρισες
γιατι εκείνα με θέριεψαν,
εκείνα με λευτέρωσαν
με λύτρωσαν
κι αυτα πρέπει τώρα να σου ανταποδώσω...
θέλω να θρυμματίσω τις αναστολες σου
να βάλω φωτια στις ενοχες σου με γαλάζια φλόγα
να χτίσω σ'αυτα που νομίζεις πως δεν μπορεις
να γεμίσω όσα άδειασες
να χαράξω και να χαραχτω...
θέλω να θρυμματίσω τις αναστολες σου
να βάλω φωτια στις ενοχες σου με γαλάζια φλόγα
να χτίσω σ'αυτα που νομίζεις πως δεν μπορεις
να γεμίσω όσα άδειασες
να χαράξω και να χαραχτω...
να γράψω πάνω σου,
να τραγουδήσω μέσα σου
να τραγουδήσω μέσα σου
να σχεδιάσω χάρτες και πορείες,
σε ταξίδια που θα κάνουμε
...
...
όσο μια ανατριχίλα είμαι μακρυα σου
ναι, σαν κι αυτη που νιώθεις τώρα!
εκει...
ναι, σαν κι αυτη που νιώθεις τώρα!
εκει...
μπορεις να γυρίσεις πια αν θες...
μπορεις να με κοιτάξεις ίσια στα μάτια
μείνε όμως εκει λίγο ακόμη...
καινούργιο σημάδι να φτιάξω με την αύρα σου
πυρογραφία στο μυαλό μου...
έλα....
μπορεις να φύγεις τώρα...
είσαι λεύτερη
μπορεις να με κοιτάξεις ίσια στα μάτια
μείνε όμως εκει λίγο ακόμη...
καινούργιο σημάδι να φτιάξω με την αύρα σου
πυρογραφία στο μυαλό μου...
έλα....
μπορεις να φύγεις τώρα...
είσαι λεύτερη
...πριγκήπισσα των μαγικων μου τόπων
μάγισσα των ηδονικων μου ταξιδιων
μάγισσα των ηδονικων μου ταξιδιων
βασίλισσα της Ουτοπίας μου
νερο της δίψας μου
της έμπνευσής μου αψέντι
βροχη της τρέλλας μου
της νύχτας οργασμε μου
και μυστικο μου γλέντι...
καληνύχτα
ή καλησπέρα...
διάλεξε!
καληνύχτα
ή καλησπέρα...
διάλεξε!
Κυριακή 29 Αυγούστου 2010
"στο μαγαζι"
βάλε μια τζούρα με καφε
τσιγάρο για ν' ανάψω
κι άμα με δεις και ζαλιστω
πρόσεξε σπίρτα αν κρατω
τα δάχτυλα μη κάψω
βάλε μια κούπα με κρασι
να πάει η νύχτα πρύμα
κι άμα με δεις και ζαλιστω
μόνο μαχαίρι μη βαστω
θα κόψω κι είναι κρίμα
βάλε τσιγάρο και κρασι
βάλε ψυχη και βράχο
κάτσε κι εσυ να πιεις μαζι
καράβι νά'ν το μαγαζι
συνταξιδιώτη νά'χω
βάλε στο πάτωμα φωτια
γύρω της να χορέψω
κι άμα με δεις και ζαλιστω
δώσε μου χέρι να βαστω
στη κόλαση μην πέσω
βάλε τραγούδι με καημο
να κλάψω μια σταγόνα
κι άμα με δεις και ξεχαστω
ρίξε μου μιά, θα στο χρωστω
μη φύγω στο χειμώνα
βάλε τραγούδι και φωτια
βάλε καημο και σώμα
κι άμα μεθύσουμε μαζι
θα κάψουμε το μαγαζι
να γίνει ο πόνος χώμα
.κάπου υπάρχει...
την παρέα είναι που περιμένω...
την παρέα είναι που περιμένω...
Σάββατο 28 Αυγούστου 2010
δεν θέλω
δεν θέλω πια να μοιραστω
δεν θέλω να ενδώσω
την πίκρα πού'χω αγγαλια
μην τύχει και προδώσω
δεν θέλω λόγια πια να πω
δεν θέλω να μισίσω
τρύπιο μπουκάλι ψεύτικο
να μην ξαναγεμίσω
θέλω μονάχα να βρεθω
στης θάλασσας το κύμμα
αδέρφια νά'χω στο βυθο
νά'χω τον ήλιο πρύμα
δεν θέλω πια να ονειρευτω
μην τύχει και ξυπνήσω
μην τύχει και ξεγελαστω
και την αγάπη βρίσω
δεν θέλω νά'χω τα κλειδια
νά'χω τα αντικλείδια
δεν θέλω καλπικα φιλια
και ψεύτικα στολίδια
θέλω μια νύχτα να σταθω
στην κόλασή σου μόνος
ασπίδα νά'χω τη καρδια
και σφαίρα μου ο χρόνος
τώρα αυτο το είχα στα αζήτητα
(ναι, ακόμη να βγει το άλλο...)
το κομμάτι, οξύμορο, και σαν νόημα και σαν ρυθμος...
αλλα έχουμε συνηθίσει εδω στο ενυδρείο από τέτοια...
όπως και στη καρδια μας...
.
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
ποια ;
.
πώς στο λιμάνι, φωτεινος και γυαλισμένος
συχνάζεις σε φτηνα καφε, και σε πορνεία;
στο πέτο σου γαρύφαλλο, μίσχος πεσμένος
στο χάρισε μια Φωτεινή ή μια Μαρία;
που έχεις κρύψει το στιλέτο σου το δίκοπο,
και μπαίνεις οπλοφόρος σ'εκκλησία;
φτύνεις και σβύνεις το τσιγάρο σου στο μάρμαρο
βρίζεις, γελας μα ακολουθεις τη λιτανεία
εσύ δεν είσαι που τό όνειρο γελούσες;
τώρα τι λες, που τέτοια τέχνη κατεργάζεσαι;
κι όλα εκείνα που στ'αμπάρια τα φυλούσες
τώρα τι θες και με αλήτες τα μοιράζεσαι;
πως τα κατάφερες και γλυτωσες στην τρίχα;
τι στοιχημάτησες και κέρδισες στο ζάρι;
φτηνο τσιγάρο που σου φέρνει μόνο βήχα
ποια τελευταία αμαρτωλη, σού 'κανε χάρη;
το ματσακόνι σού 'χει γδάρει τη παλάμη
μα η σκουρια στη λαμαρίνα, αντιστέκεται
μια τελευταία σφαίρα έχεις στη θαλάμη
ως κι η βροχη, τη δίψα πού'χεις, αποστρέφεται
σαν σαλτιμπάγκος και εξόριστος μου μοιάζεις
από εκείνους που κι η θάλασσα τους ξέβρασε
δεν σου απομείναν ερωμένες να διατάζεις
το ημερολόγιο που σκάλιζες σε ξέχασε
μα το χαμόγελο αυτο, το θαλασσόδαρτο
τι το φορας και δεν μπορω να στο σκοτώσω;
πού το χρωστας; ποια σου το χάρισε; ανόητη!
να μου την πεις! μόνο σ'αυτην!
που περπατας και που ανασαίνεις, θα χρεώσω...
προχειροδουλια...
αλλα να πορεύεται το ενυδρείο
γι άλλη μια, με παιδεύει ένα να βγει όπως του πρέπει
μα που θα πάει...
Τρίτη 24 Αυγούστου 2010
αλήθειες...
η πλατεία είναι γεμάτη
μ'από μένα λείπει μέλι και φωτια
σκύψε λίγο κι άκου κάτι,
δεν αλλάζω την αλήθεια
και ας μοιάζει με Σειρήνα η ψευτια
καλοκαίρι που τελειώνει
σ'έχω χάσει, αλλα σ' έχω κι αγγαλια
το δωμάτιο, μπαλκόνι
κρεμμασμένο από κατάρτι
σε καράβι πού'χει δέσει στ' ανοιχτα
φαροφύλακας και φάρος
κι αν γυρίσει ο καιρος μη φοβηθεις
οι φουρτούνες θέλουν θάρρος
έμαθες πια να διαβάζεις
τα σημάδια που σου στέλνω, μη χαθεις
στο χαρτι γράφω ταξίδια
σκύψε, δες, κι αν έχω πάει μακρυα
τα πετάω στα σκουπίδια
για μιαν βόλτα στήν αλήθεια
για ένα μπάρκο στα δικα σου τα φιλια...
.
μ'από μένα λείπει μέλι και φωτια
σκύψε λίγο κι άκου κάτι,
δεν αλλάζω την αλήθεια
και ας μοιάζει με Σειρήνα η ψευτια
καλοκαίρι που τελειώνει
σ'έχω χάσει, αλλα σ' έχω κι αγγαλια
το δωμάτιο, μπαλκόνι
κρεμμασμένο από κατάρτι
σε καράβι πού'χει δέσει στ' ανοιχτα
φαροφύλακας και φάρος
κι αν γυρίσει ο καιρος μη φοβηθεις
οι φουρτούνες θέλουν θάρρος
έμαθες πια να διαβάζεις
τα σημάδια που σου στέλνω, μη χαθεις
στο χαρτι γράφω ταξίδια
σκύψε, δες, κι αν έχω πάει μακρυα
τα πετάω στα σκουπίδια
για μιαν βόλτα στήν αλήθεια
για ένα μπάρκο στα δικα σου τα φιλια...
.
Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010
αναζητείται τίτλος...
δεν έχει ο οργασμος κρεβάτι
και το φιλι δεν σε στεγνώνει
βρίσκει η γλώσσα στο αγκάθι
κι ο πάγος καίγεται και λυώνει
σφιχτα τα χέρια στο περβάζι
στα χείλια κρύβεται μια σφήκα
υγρό κορμι, καίει και βράζει
φωτια, σημάδι αφήνει προίκα
χάνεται ο χρόνος, σταματάει
ιδρώτας που μυρίζει τρέλλα
η πλάτη χάρτης που μιλάει
δάχτυλα, στα μαλλια κορδέλλα
μια η φωτια, δυο οι λαμπάδες
χέρια σε ξέφρενη πορεία
γυμνες, γδαρμένες συμπληγάδες
κορμια, που γράφουν ιστορία
πόνος και πάθος σε κουβάρι
θάλασσα μαύρη, αγριεμένη
λύτρα ο έρωτας θα πάρει
φρουρος, στο τέλος περιμένει...
.
Σάββατο 21 Αυγούστου 2010
εσυ τι θέλεις;
λέει η φωνη: είμαι εκει
και παίρνει η πλατεία χρώμα
λέει η ψυχη: τι μουσική;
φιλι που μέλωσε στο στόμα
λέει η καρδια: ποιος είν' εδω;
στο ίδιο μπάρκο επιβάτες
λέει ο νους: που να κοιτω;
σ' ένα σχοινι, δυο ακροβάτες
θέλει η φωνη να ακουστει
και η ψυχη να παίξει μπάλο
θέλει η καρδια να ξεχαστει
στο νου πανια θέλω να βάλω
λέει η ζωη: τι μαρτυρας;
δύο φιλια κι ένα μαντήλι
λέει ο δρόμος: που τραβας;
όπου η αγάπη θα με στείλει
λέει η φωτια: θες να καεις;
δεν καίει το φως από τα μάτια
λέει η θάλασσα: μπορεις;
δυο ναυαγοι σε μονοπάτια
θέλει η ζωη νά'χει καρδια
κι ο δρόμος θέλει ιστορία
θέλει η φωτια παλληκαρια
κι η θάλασσα κουράγιο και πορεία
θέλει η φωνη να ακουστει
και η ψυχη να παίξει μπάλο
θέλει η καρδια να ξεχαστει
στο νου πανια θέλω να βάλω
λέει η ζωη: τι μαρτυρας;
δύο φιλια κι ένα μαντήλι
λέει ο δρόμος: που τραβας;
όπου η αγάπη θα με στείλει
λέει η φωτια: θες να καεις;
δεν καίει το φως από τα μάτια
λέει η θάλασσα: μπορεις;
δυο ναυαγοι σε μονοπάτια
θέλει η ζωη νά'χει καρδια
κι ο δρόμος θέλει ιστορία
θέλει η φωτια παλληκαρια
κι η θάλασσα κουράγιο και πορεία
δεν γινόταν να τ' αφήσω μισοτελειωμένο...
μου φώναζε να το γεμίσω....
αφιερωμένο...
Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010
θα σας πω μια ιστορία...
έκλαιγες...
δεν έχει σημασία το γιατι
έκλαιγες για σένα ή για μένα;
σε είπα μετουσίωση μιας παλιας μου αγάπης
και ζήλεψες...
που κάποια πριν από σένα έχυσε το πρώτο αίμα
που ακόμη κρατάω μια φθαρμένη φωτογραφία της,
στο πορτοφόλι μου
μου τράβηξες δυο χαρακιες στα μάγουλα,
έτσι,
να έχω να πορεύομαι...
χαμογέλασα...
θύμωσες...
σου είπα: εσένα δεν θα χρειαστω ποτε φωτογραφίες για να σε θυμάμαι
έκλαιγες...
κι έπειτα μου χάραξες τ'όνομά σου στο μπράτσο μου με τα νύχια σου
(τώρα δεν χρειάζεσαι), είπες,
ή δεν είπες;
χαμογέλασα...
δεν θέλω να έχεις αγαπήσει άλλη!
είπες...
ό,τι έχω αγαπήσει έχει πεθάνει, σου είπα...
να φοβάμαι; ρώτησες
δεν χαμογέλασα μην σε θυμώσω...
όχι, σου είπα, εσυ δεν μπορεις να πεθάνεις
εσυ είσαι η κληρονομια μου
ναι, αλλα εσυ μπορει, είπες...
μπορει, σου απάντησα, αλλα δεν θα σβήσω όσο ζεις εσυ...
δεν θυμάμαι... με χαστούκισες ή με φίλησες;
θυμάμαι μόνο πως σου έδωσα το τελευταίο μου άσπρο μαντήλι
στο ραδιόφωνο δεν θυμάμαι τι είχες διαλέξει...
μπορει να έπαιζε κάτι σαν κι αυτο...
ανοίξαμε τα πορτοφόλια μας πάνω στα γόνατά μας..
σου έδωσα ένα ασημένιο κι ένα χάρτινο δολλάριο
για καλη τύχη, σου είπα
μου έδωσες ένα χάλκινο κέρμα
(με αγάπη), μου είπες
ή δεν είπες; πάντως τα θυμάμαι τα μάτια σου... αυτο λέγανε
και τα δυο μαύρα πορτοφόλια στα γόνατα
ορθάνοιχτα
και τα χέρια να ψάχνουν μέσα τους
και τα μάτια σου να ψάχνουν μέσα μου...
καλύτερα κι από χέρια αυτα τα μάτια σου
πηγαίνουν σε γωνίες που δεν τις πιάνει φως...
σου είπα, δες κι εδω, αυτο το σημάδι δεν είναι δικο σου
κι εσυ έκλαιγες
δεν θέλω να σ'έχει σημαδέψει άλλη! είπες
έκλαιγες για σένα, έκλαιγες για μένα... ποιος ξέρει...
σταμάτα, σου είπα
κι ήθελα να κλάψω μαζι σου
είχα λόγο
μα δεν μπορούσα...
και τα πορτοφόλια αφημένα στα γόνατα
περασμένα μεσάνυχτα
ξημερώματα, δίπλα στο λιμάνι
μ'ένα καρφι ολόϊσια καρφωμένο στο στήθος μου
και να μην μπορω καν να σου κάνω παρέα στο κλάμμα
κι είχα λόγο, και δάκρυα είχα...
ούτε δύναμη μου έλειπε
γιατι δεν έκλαψα; γιατι;
μόνο σε κοιτούσα, και σου έλεγα, σώπασε, εγω είμαι εδω...
κι ήθελα να πω, εγω θα είμαι πάντα εκει...
μα έλεγα, σώπασε...
έλεγα κι άλλα...
δεν ήθελα να κλαις μόνη σου
έπρεπε να σε σταματήσω....
κι ήμουν εκει...
πάντα ήμουν εκει
ακόμη και πριν σε γνωρίσω
πριν μου συστηθεις
πριν με διαλέξεις
κι εκει έμεινα
όχι γιατι με διάλεξες
γιατι μαζι με μένα διάλεξες και τα σημάδια μου
εκει πριν με φιλήσεις
πριν μου μιλήσεις
πριν μου ανοίξεις το πορτοφόλι που σου χάρισα
εκει που είχες θέση φυλαγμένη
εκει ακόμη κι όταν δεν με βλέπεις
ακόμη και χωρις να βλέπω
όχι, δεν είσαι μετουσίωση
ουσία είσαι,
πεμπτουσία...
δεν με νοιάζουν τα σημάδια
τα καρφια
ο πόνος
μόνο που ακόμη αναρωτιέμαι
γιατι δεν μπόρεσα να κλάψω....;
κι ας είχα λόγο....
δεν έχει σημασία το γιατι
έκλαιγες για σένα ή για μένα;
σε είπα μετουσίωση μιας παλιας μου αγάπης
και ζήλεψες...
που κάποια πριν από σένα έχυσε το πρώτο αίμα
που ακόμη κρατάω μια φθαρμένη φωτογραφία της,
στο πορτοφόλι μου
μου τράβηξες δυο χαρακιες στα μάγουλα,
έτσι,
να έχω να πορεύομαι...
χαμογέλασα...
θύμωσες...
σου είπα: εσένα δεν θα χρειαστω ποτε φωτογραφίες για να σε θυμάμαι
έκλαιγες...
κι έπειτα μου χάραξες τ'όνομά σου στο μπράτσο μου με τα νύχια σου
(τώρα δεν χρειάζεσαι), είπες,
ή δεν είπες;
χαμογέλασα...
δεν θέλω να έχεις αγαπήσει άλλη!
είπες...
ό,τι έχω αγαπήσει έχει πεθάνει, σου είπα...
να φοβάμαι; ρώτησες
δεν χαμογέλασα μην σε θυμώσω...
όχι, σου είπα, εσυ δεν μπορεις να πεθάνεις
εσυ είσαι η κληρονομια μου
ναι, αλλα εσυ μπορει, είπες...
μπορει, σου απάντησα, αλλα δεν θα σβήσω όσο ζεις εσυ...
δεν θυμάμαι... με χαστούκισες ή με φίλησες;
θυμάμαι μόνο πως σου έδωσα το τελευταίο μου άσπρο μαντήλι
στο ραδιόφωνο δεν θυμάμαι τι είχες διαλέξει...
μπορει να έπαιζε κάτι σαν κι αυτο...
ανοίξαμε τα πορτοφόλια μας πάνω στα γόνατά μας..
σου έδωσα ένα ασημένιο κι ένα χάρτινο δολλάριο
για καλη τύχη, σου είπα
μου έδωσες ένα χάλκινο κέρμα
(με αγάπη), μου είπες
ή δεν είπες; πάντως τα θυμάμαι τα μάτια σου... αυτο λέγανε
και τα δυο μαύρα πορτοφόλια στα γόνατα
ορθάνοιχτα
και τα χέρια να ψάχνουν μέσα τους
και τα μάτια σου να ψάχνουν μέσα μου...
καλύτερα κι από χέρια αυτα τα μάτια σου
πηγαίνουν σε γωνίες που δεν τις πιάνει φως...
σου είπα, δες κι εδω, αυτο το σημάδι δεν είναι δικο σου
κι εσυ έκλαιγες
δεν θέλω να σ'έχει σημαδέψει άλλη! είπες
έκλαιγες για σένα, έκλαιγες για μένα... ποιος ξέρει...
σταμάτα, σου είπα
κι ήθελα να κλάψω μαζι σου
είχα λόγο
μα δεν μπορούσα...
και τα πορτοφόλια αφημένα στα γόνατα
περασμένα μεσάνυχτα
ξημερώματα, δίπλα στο λιμάνι
μ'ένα καρφι ολόϊσια καρφωμένο στο στήθος μου
και να μην μπορω καν να σου κάνω παρέα στο κλάμμα
κι είχα λόγο, και δάκρυα είχα...
ούτε δύναμη μου έλειπε
γιατι δεν έκλαψα; γιατι;
μόνο σε κοιτούσα, και σου έλεγα, σώπασε, εγω είμαι εδω...
κι ήθελα να πω, εγω θα είμαι πάντα εκει...
μα έλεγα, σώπασε...
έλεγα κι άλλα...
δεν ήθελα να κλαις μόνη σου
έπρεπε να σε σταματήσω....
κι ήμουν εκει...
πάντα ήμουν εκει
ακόμη και πριν σε γνωρίσω
πριν μου συστηθεις
πριν με διαλέξεις
κι εκει έμεινα
όχι γιατι με διάλεξες
γιατι μαζι με μένα διάλεξες και τα σημάδια μου
εκει πριν με φιλήσεις
πριν μου μιλήσεις
πριν μου ανοίξεις το πορτοφόλι που σου χάρισα
εκει που είχες θέση φυλαγμένη
εκει ακόμη κι όταν δεν με βλέπεις
ακόμη και χωρις να βλέπω
όχι, δεν είσαι μετουσίωση
ουσία είσαι,
πεμπτουσία...
δεν με νοιάζουν τα σημάδια
τα καρφια
ο πόνος
μόνο που ακόμη αναρωτιέμαι
γιατι δεν μπόρεσα να κλάψω....;
κι ας είχα λόγο....
για την πρώτη στιγμη που είμασταν 1
όλα παράταιρα, πως συνταιριάχτηκαν έτσι;
μου λες;
όλα παράταιρα, πως συνταιριάχτηκαν έτσι;
μου λες;
Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010
πράγματα που λιγοστεύουν...
τα μεσημέρια τα παιδια βγαίνουν στις πλατείες
και παίζουν ψάχνοντας αγάπη
κι εσυ κοιτάζεις που τρέχουν
γύρω απ τα δέντρα που λιγόστεψαν
και θέλεις να τρέξεις μαζι τους
θέλεις τόσο πολυ να κρυφτείς
πίσω απ τους κακοκουρεμένους θάμνους
πίσω απ το ψυγείο με τα παγωτα
θέλεις να λερώσεις τα γόνατά σου
να γεμίσεις τα χέρια σου χώμα
θες να ξαναγίνεις παιδι
κι ας σε μαλώσει η μάνα σου στο σπίτι...
τα πρωινα, πριν το πρώτο δρομολόγιο,
στέκεσαι στη γωνία απέναντι απ τους φούρνους
κάθεσαι με κλειστα τα μάτια κι ανασαίνεις
ρουφας με αγωνία τη μυρωδια του φρέσκου ψωμιου
σε μια πόλη που οι μυρωδιες λιγοστεύουν μέρα τη μέρα, και σκέφτεσαι,
να, τώρα βγάζουν το ζυμωτο
τώρα τα κουλούρια θεσσαλονίκης με το πολυ σουσάμι
και θέλεις να κρατήσεις αυτες τις μυρωδιες μέσα σου
θέλεις να σε κρατήσουν για την υπόλοιπη μέρα
κι έχεις κλειστα τα μάτια και ξεχνιέσαι
κι έπειτα νιώθεις πως πέρασε η ώρα και συ είσαι ακόμη εκει
και φεύγεις ευχαριστημένος
κι ας σου γκρινιάξουν πάλι στη δουλεια...
και τα βράδυα, που οι άλλοι κλείνουνε τα μάτια
εσυ κάθεσαι στο δεύτερο παγκάκι στον πεζόδρομο
και βλέπεις σμάρια τα παιδια να κατηφορίζουν
και θέλεις να σε πάρουν μαζι τους
και βλέπεις ζευγάρια να κρατιούνται χέρι με χέρι
και λες, πόσο λιγοστεύουν κι αυτα...
κι ακους τις φωνες τους που αντιπαλεύουνε
την οχλοβοη των παράταιρων μουσικων απ τα μπαρ
και θες να μπεις σ'ένα απ αυτα έστω και μονάχος σου
και να πιεις, να γελάσεις,
να ρουφήξεις νέκταρ τη χαρα
όμως, αυτο που θέλεις πιο πολυ απ'όλα
είναι να κατηφορίσεις όλο τον πεζόδρομο
κρατώντας την απ το χέρι
το θέλεις τόσο πολυ αυτο
κι ας σου γκρινιάξει που σας κοιτάζουν...
το απόβραδο, αξημέρωτα, βγαίνεις στο μπαλκόνι
και δεν ακους τίποτε, δεν βλέπεις άνθρωπο να περνάει
και θέλεις να φωνάξεις πολυ
θέλεις να τραγουδήσεις τόσο που να ξυπνήσουν όλοι
θέλεις να δεις τον κόσμο να βγαίνει στα μπαλκόνια
θέλεις να τον δεις να χαμογελάει, να φωνάζει
να τραγουδάει μαζι σου, ή και μόνοι τους
ο καθένας το δικό του σκοπο
ο καθένας για το δικό του λόγο
αλλα έτσι όλοι μαζι ν' ακούγεται σα μουσικη η παραφωνία
σαν μουσικη που γίνεται σπανιότερη,
σα να άνοιξε ο ουρανος να υποδεχτει μια εποχη που θά'ρθει
κι ας γκρινιάζουν όσοι χάνουν τον ύπνο τους...
και παίζουν ψάχνοντας αγάπη
κι εσυ κοιτάζεις που τρέχουν
γύρω απ τα δέντρα που λιγόστεψαν
και θέλεις να τρέξεις μαζι τους
θέλεις τόσο πολυ να κρυφτείς
πίσω απ τους κακοκουρεμένους θάμνους
πίσω απ το ψυγείο με τα παγωτα
θέλεις να λερώσεις τα γόνατά σου
να γεμίσεις τα χέρια σου χώμα
θες να ξαναγίνεις παιδι
κι ας σε μαλώσει η μάνα σου στο σπίτι...
τ'απογεύματα όταν αρχίζει και πέφτει ο ήλιος
μαζεύονται οι γέροι με τα καλάμια στο μώλο
κι εσυ τους κοιτάζεις που δολώνουν
και θέλεις τόσο πολυ να κάτσεις δίπλα τους
στο πάνινο πτυσόμενο καρεκλάκι
και να μην μιλας καθόλου
σε μια ηρεμία που όλο και λιγοστεύει
σε μια ηρεμία που όλο και λιγοστεύει
να στρίβεις τσιγάρα και να τους μοιράζεις
κι αυτοι να λένε τις ιστορίες τους
ή να μην μιλάνε καθόλου
κι εσυ να περιμένεις μαζι τους
πότε θα τσιμπήσει κανένα αφρόψαρο
κι όταν βαρεθουν να μαζέψουν τα καλάμια
και να σε καλέσουν στο σπίτι τους για φαγητο
κι ας έχεις φάει, να πας...
τα πρωινα, πριν το πρώτο δρομολόγιο,
στέκεσαι στη γωνία απέναντι απ τους φούρνους
κάθεσαι με κλειστα τα μάτια κι ανασαίνεις
ρουφας με αγωνία τη μυρωδια του φρέσκου ψωμιου
σε μια πόλη που οι μυρωδιες λιγοστεύουν μέρα τη μέρα, και σκέφτεσαι,
να, τώρα βγάζουν το ζυμωτο
τώρα τα κουλούρια θεσσαλονίκης με το πολυ σουσάμι
και θέλεις να κρατήσεις αυτες τις μυρωδιες μέσα σου
θέλεις να σε κρατήσουν για την υπόλοιπη μέρα
κι έχεις κλειστα τα μάτια και ξεχνιέσαι
κι έπειτα νιώθεις πως πέρασε η ώρα και συ είσαι ακόμη εκει
και φεύγεις ευχαριστημένος
κι ας σου γκρινιάξουν πάλι στη δουλεια...
και τα βράδυα, που οι άλλοι κλείνουνε τα μάτια
εσυ κάθεσαι στο δεύτερο παγκάκι στον πεζόδρομο
και βλέπεις σμάρια τα παιδια να κατηφορίζουν
και θέλεις να σε πάρουν μαζι τους
και βλέπεις ζευγάρια να κρατιούνται χέρι με χέρι
και λες, πόσο λιγοστεύουν κι αυτα...
κι ακους τις φωνες τους που αντιπαλεύουνε
την οχλοβοη των παράταιρων μουσικων απ τα μπαρ
και θες να μπεις σ'ένα απ αυτα έστω και μονάχος σου
και να πιεις, να γελάσεις,
να ρουφήξεις νέκταρ τη χαρα
όμως, αυτο που θέλεις πιο πολυ απ'όλα
είναι να κατηφορίσεις όλο τον πεζόδρομο
κρατώντας την απ το χέρι
το θέλεις τόσο πολυ αυτο
κι ας σου γκρινιάξει που σας κοιτάζουν...
το απόβραδο, αξημέρωτα, βγαίνεις στο μπαλκόνι
και δεν ακους τίποτε, δεν βλέπεις άνθρωπο να περνάει
και θέλεις να φωνάξεις πολυ
θέλεις να τραγουδήσεις τόσο που να ξυπνήσουν όλοι
θέλεις να δεις τον κόσμο να βγαίνει στα μπαλκόνια
θέλεις να τον δεις να χαμογελάει, να φωνάζει
να τραγουδάει μαζι σου, ή και μόνοι τους
ο καθένας το δικό του σκοπο
ο καθένας για το δικό του λόγο
αλλα έτσι όλοι μαζι ν' ακούγεται σα μουσικη η παραφωνία
σαν μουσικη που γίνεται σπανιότερη,
σα να άνοιξε ο ουρανος να υποδεχτει μια εποχη που θά'ρθει
κι ας γκρινιάζουν όσοι χάνουν τον ύπνο τους...
αυτη την ανάρτηση σας την υποσχέθηκα...
την είχα σχεδον έτοιμη καιρο
για όσους ξέρουν να εκτιμουν εκείνες τις μικρες στιγμες
γι εκεινους που ξέρουν να διακρίνουν τα πραγματικα πυροτεχνήματα
χάρισμα, με πολυ από κείνο που κάποιοι αρνιούνται να δώσουν
και να μεταλάβουν....
Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010
παράταση...
κάποιες φορες, μας προλαβαίνει η ζωη μας
σαν απο μηχανης θεος...
η σαν υπόσχεση...
που δίνει παράταση στ'όνειρο...
όχι με μεγαλοψυχία
μ'αγάπη μόνο...
μ'αγάπη
(πριν λίγο μόνο)
σαν απο μηχανης θεος...
η σαν υπόσχεση...
που δίνει παράταση στ'όνειρο...
όχι με μεγαλοψυχία
μ'αγάπη μόνο...
μ'αγάπη
(πριν λίγο μόνο)
λέει η φωνη: είμαι εκει
και παίρνει η πλατεία χρώμα
λέει η ψυχη: τι μουσική
φιλι που μέλωσε στο στόμα
λέει η καρδια: ποιος είναι 'δω;
στο ίδιο μπάρκο επιβάτες
λέει ο νους: που να κοιτω;
σ' ένα σχοινι, δυο ακροβάτες...
Σαν τα καράβια φαίνονται τη νύχτα τα νησιά
σταματημένα μεσ' στην μέση του πελάγου
Έχει η ανάσα τους μια γεύση, μια γεύση απ' τα παλιά
που αναστήθηκαν με κόλπα κάποιου μάγου
Εσύ δεν ήσουνα που μίλαγες για ιπτάμενες στιγμές;
Εσύ δεν ήσουνα που έκλαιγες γι' αγάπη;
Εσύ δεν έλεγες «οι άνθρωποι δε θέλουν διαταγές
από ανθρώπους μηχανές στο ρόλο του προστάτη»;
Μ' ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία
μοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία
Μ' ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία
μοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία
Εσύ δε μ' έμαθες ν' αφήνω να μακραίνουν τα μαλλιά;
Στα παλιατζίδικα τα ρούχα σου ζητούσες
Γιατί η αξία που μέσα μας φωλιάζει πιο βαθιά
είναι η ελεύθερη ζωή που ήθελες να ζούσες
Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου
Μέσα στη γυάλα τελειώνει το νερό
Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου
Ή παραμένει πάντα μαύρος ο βυθός;..
σταματημένα μεσ' στην μέση του πελάγου
Έχει η ανάσα τους μια γεύση, μια γεύση απ' τα παλιά
που αναστήθηκαν με κόλπα κάποιου μάγου
Εσύ δεν ήσουνα που μίλαγες για ιπτάμενες στιγμές;
Εσύ δεν ήσουνα που έκλαιγες γι' αγάπη;
Εσύ δεν έλεγες «οι άνθρωποι δε θέλουν διαταγές
από ανθρώπους μηχανές στο ρόλο του προστάτη»;
Μ' ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία
μοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία
Μ' ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία
μοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία
Εσύ δε μ' έμαθες ν' αφήνω να μακραίνουν τα μαλλιά;
Στα παλιατζίδικα τα ρούχα σου ζητούσες
Γιατί η αξία που μέσα μας φωλιάζει πιο βαθιά
είναι η ελεύθερη ζωή που ήθελες να ζούσες
Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου
Μέσα στη γυάλα τελειώνει το νερό
Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου
Ή παραμένει πάντα μαύρος ο βυθός;..
ευχαριστω...
Τρίτη 17 Αυγούστου 2010
γιατι;
φοβαμαι ότι κινδυνεύω να γίνω "δοσίλογος" του εαυτου μου
φοβάμαι πως αυτο που πάω να κάνω είναι προδοσία
σ'όσα εδω μέσα έχω γράψει...
απ'την άλλη η απογοήτευσή μου είναι τέτοια που με τυφλώνει
ή μάλλον με οδηγει σε συγκεκριμένο δρόμο...
έτσι κι αλλιως μονάχος μου τό 'χτισα αυτο το ενυδρείο
σχεδον μόνος το ανάθρεψα
όπως και τ'όνειρο τελικα...
κι όσοι απο εσας "τάϊζαν", κρυφα ή φανερα τα χρυσόψαρα...
σε μια δυο μέρες το backup τελειώνει και η αποκαθήλωση είναι έτοιμη...
κάποιες αναρτήσεις έχουν ήδη μπει στο αρχειο,
οι πιο ανώδυνες...
όμως γιατι πονάει τόσο;
γιατι;
φοβάμαι πως αυτο που πάω να κάνω είναι προδοσία
σ'όσα εδω μέσα έχω γράψει...
απ'την άλλη η απογοήτευσή μου είναι τέτοια που με τυφλώνει
ή μάλλον με οδηγει σε συγκεκριμένο δρόμο...
έτσι κι αλλιως μονάχος μου τό 'χτισα αυτο το ενυδρείο
σχεδον μόνος το ανάθρεψα
όπως και τ'όνειρο τελικα...
κι όσοι απο εσας "τάϊζαν", κρυφα ή φανερα τα χρυσόψαρα...
σε μια δυο μέρες το backup τελειώνει και η αποκαθήλωση είναι έτοιμη...
κάποιες αναρτήσεις έχουν ήδη μπει στο αρχειο,
οι πιο ανώδυνες...
όμως γιατι πονάει τόσο;
γιατι;
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Επιμύθιον!
εγχείρηση ανοιχτης καρδιας
ο κιμας κόπτεται παρουσία του πελάτου
νεκροζώντανοι στο κύτταρο
σκηνες ροκ
χωρις φωτογραφιες...
ψέμματα ως το τέλος...
δεν προδίνω, δεν δίνω, δεν έχω
αθεράπευτα ο εαυτός μου....
το Ενυδρείον όπως το γνωρίσαμε παύει να υφίσταται...
θα παραμείνει ανοιχτο όσο που να μαζέψω όλο το υλικο
που δυστυχως δεν το έχω αλλου
έπειτα θα αφήσω την αρχικη ανάρτηση έτσι να το θυμόμαστε....
ίσως βάλω και μια τελευταία πριν λευτερώσω τα χρυσόψαρα....
μια τελευταία αφιερωμένη σε εσας, σε όσους το αγαπήσανε όσο κι εγω.
μια τελευταία αφιερωμένη σε εσας, σε όσους το αγαπήσανε όσο κι εγω.
ίσως αλλάξω τόπο και χρώμα και θάλασσες
θα δούμε... θα το μάθετε...
σας φιλω
:)
Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010
checklist
ποια νύχτα μπορει να σε παραδώσει
έτσι όπως ακριβως είσαι;
ποια μέρα μπορει να σε κρύψει;
ποια θάλασσα μπορει να σε λυτρώσει;
ποιο δέντρο να ρίξει τη σκια του;
ποιο τραγούδι μπορει να σου χαρίσει φωνη;
ποια μουσικη ρυθμο;
ποιο χάδι γαλήνη;
ποιο φιλι έξαψη;
ποια κουβέντα μπορει να μπει μέσα σου ήχος
και να βγει χαμόγελο;
ποια αντανάκλαση σου δίνει γαλάζιο;
ποιος μπορει να σε κάνει να κλάψεις;
ποιος έχει τη δύναμη να σε κλέψει;
τη τόλμη να σε κρατήσει;
ποιος τα χέρια σου μπορει να δέσει;
ποιος μπορει να λύσει τη καρδια σου;
τα μάτια σου να ξεκουράσει;
ποιος να σε ταξιδέψει;
που;
πως;
για πόσο;
που ξέχασες τα κλειδια του μυαλου σου;
ποιος μπορει να τα βρει;
ποιος μπορει να στα χαρίσει χωρις να ψάξει τι ανοίγουν;
τι σε διχάζει;
τι σε ενώνει;
τι σε ολοκληρώνει;
πόση ευτυχία αντέχεις στ' αλήθεια;
πόσο πόνο;
ποιες χορδες σου κρατάνε τη μουσικη;
ποια χέρια μπορουν να οργώσουν το κορμι σου,
χωρις να πληγώσουν τη ψυχη σου;
ποια ανάσα μπορει να σου δώσει πνοη;
σε ποια πνοη μπορεις να δώσεις ανάσα;
ποιος μπορει να σε κάνει να πετάξεις ψηλα,
χωρις να φοβηθεις;
σε ποιου τα μάτια βλέπεις τον πραγματικο σου εαυτό;
ποιος βλέπει τον δικο του στα μάτια σου;
με ποιον μοιράζεσαι τα όνειρά σου;
ποιος ξέρει τις φοβίες σου;
με ποιον θελεις να μοιραστεις τις στιγμες σου;
ποια σημαντικότητα είναι εκείνη που σε κάνει να νοιώθεις ευτυχία;
πόσο σημαντικος είσαι;
πόσο γενναίος όταν χρειάζεται;
πόσο μετρας τα λόγια; ποιανου;
ποιος σε ξενυχτάει;
ποιος σε ξυπνάει;
με ποιον ξενυχτας;
με ποιον ξεχνας;
πως χαϊδεύεις το πρόσωπό του;
ποιος μπορει να σε φτάσει στο όριο;
ποιος μπορει να ξέρει το όριό σου πώς ξεπερνιέται;
ποιος μπορει να ξέρει και να θέλει να το περάσει μαζί σου;
ποιος μπορει να σε θέλει όπως ακριβως είσαι;
ποιος δεν θέλει να σε αλλάξει;
ποιος μπορει να σε αλλάξει;
για ποιον θα άλλαζες;
τι μπορει να σε στριμώξει χωρις να νοιώσεις φυλακισμένος;
ποιος μπορει να σε κλειδώσει και να σου χαρίσει τα κλειδια;
σε ποιον εμπιστεύεσαι την ψυχη σου;
ποιος μπορει να σου εμπιστευτει τη δικη του;
ποιος περπατάει το ίδιο αλλοπρόσαλα με σένα;
ποιος μπορει το βήμα σου ν'ακολουθήσει κι εσυ το δικο του;
ποιος μπορει να σε βρει κι ας έχεις χαθει;
ποιον μπορεις να φωνάξεις απ το βάθος του πηγαδιου μ'έναν ψίθυρο και να σ' ακούσει;
ποιον μπορεις ν' ακούσεις χωρις να μιλάει;
τι μπορει να σε ταξιδεύει ζενιθ και ναδιρ με ή χωρις ενδιάμεσες στάσεις;
ποιον αγαπας;
ποιος σ' αγαπάει;
ίδιος;
ίδια;
-μα τι κάνεις τόση ώρα;
-τίποτε, μια λίστα με πράγματα
-τι πράγματα;
-χρειαζούμενα
-καλα, τελείωσες;
-ναι, δηλαδη σχέδον τελείωσα, δεν ξέρω...
-καλα φέρτην θα την δούμε μαζι στο δρόμο
-θα προλάβουμε;
-ε καλα τώρα... αφου ξέρεις
-εντάξει
-πάμε;
-ναι πάμε!
.
Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010
σ'έπιασα (;)
βγαίνει ο ήλιος να με δει
κι ο εξάντας μου σπασμένος
χάνω το μαύρο το γυαλι
μου πάει η νύχτα πιο πολυ
στα ξάρτια κρεμασμένος
πορεία δεν έχω να βαστω
κι οι άγκυρες λυμμένες
επιθυμίες μιας ζωης
ακροβασίες μιας στιγμης
στο κύμμα αφημένες
ψυχη, του χρόνου η τροφη
κουράγιο έχω στ' αμπάρι
κι όλο γραδάρω μια οργια
κι ανεμοδείχνω τα πανια
ο ύπνος μη με πάρει
στρειδώνα πιάνει το σκαρι
και στα ρηχα το χάνω
μα απο δω δεν το κουνω
δίνω και γη και ουρανο
να σ'ανεβάσω επάνω
στ' Ανεμοκάμπι στ'ανοιχτα
ρίχνεις σχοινι, και μια βραδυα
ρεσάλτο διατάζεις
πιάνει ο γάτζος στο ψαχνο
σφίγγω τα δόντια και κρατω
ώσπου ν'ανέβεις πάνω....
αλλοπρόσαλος, σχιζοφρενης και φευγάτος,
κάτω απ'τις μάσκες και πίσω απ τους καθρέφτες
πέρα απ την κλασσικη έννοια του χρόνου
σε χώρους που δεν πατησε κανεις άλλος παρα μόνο εσυ
φανατικος, ουτοπιστης και αθεράπευτα...
κοσμογονία
είναι λες κι όποιος θεος, έπλασε το κόσμο
τό'κανε ίσα για να τον χαλάσει
για να τον δει να καίγεται μονάχα
πυροτέχνημα
τσιγαρόχαρτο αδειανο
που γίνεται παρανάλωμα στη πρώτη ρουφηξια
χέρια,
που ακουμπάνε το ένα τ' άλλο από τύχη
βράδυα ζεστα
που δίνουν τη θέση τους σε μέρες παγωμένες
λόγια φανταχτερα στολισμένα
που κουρελιάζουνε εύθραυστες συνειδήσεις
θάλασσα ρηχη
άμμος που καίει
ήλιος που φθείρει
πέτρες που χορταριάζουνε ακίνητες
στα υποφράγματα
είναι λες κι όποιος θεος έπλασε τον κόσμο
τον έφτιαξε μόνο για να τον καταστρέψει
συνταίριαξε τα θεμέλια του
να συντονίζονται επικίνδυνα
στους ψίθυρους των ματιων σου
και να πέφτουν στο πρώτο πετάρισμα
πρόσεξε...
μην κοιμηθεις...
θα γκρεμιστω με τον κόσμο όλο...
τό'κανε ίσα για να τον χαλάσει
για να τον δει να καίγεται μονάχα
πυροτέχνημα
τσιγαρόχαρτο αδειανο
που γίνεται παρανάλωμα στη πρώτη ρουφηξια
χέρια,
που ακουμπάνε το ένα τ' άλλο από τύχη
βράδυα ζεστα
που δίνουν τη θέση τους σε μέρες παγωμένες
λόγια φανταχτερα στολισμένα
που κουρελιάζουνε εύθραυστες συνειδήσεις
θάλασσα ρηχη
άμμος που καίει
ήλιος που φθείρει
πέτρες που χορταριάζουνε ακίνητες
στα υποφράγματα
είναι λες κι όποιος θεος έπλασε τον κόσμο
τον έφτιαξε μόνο για να τον καταστρέψει
συνταίριαξε τα θεμέλια του
να συντονίζονται επικίνδυνα
στους ψίθυρους των ματιων σου
και να πέφτουν στο πρώτο πετάρισμα
πρόσεξε...
μην κοιμηθεις...
θα γκρεμιστω με τον κόσμο όλο...
Στίχοι / Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Όταν με σκέφτεσαι το νιώθω
όταν σου λείπω μου μιλάς
στην αγκαλιά σου με ζητάς
όμως μακριά μου θες να μένεις
Ξέρεις τι θέλω, τι αγαπάω
τα χρώματα, τις μουσικές
τον πυρετό μου εσύ τον καις
κι όμως μακριά μου επιμένεις
Κι όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Μισή ζωή μισή χαρά
δεν την μπορώ δεν την αντέχω
καλύτερα να μην σε έχω
παρά μαζί και χωριστά
Ντροπή δεν είναι να φοβάσαι
ντροπή δεν είναι να πονάς
όμως μ' αυτόν που αγαπάς
είναι ευλογία να ξυπνάς
είναι ευτυχία να κοιμάσαι
Μα όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
μην σκύψεις άλλο το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
έστω για μόνο μια φορά
μην πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Όταν με σκέφτεσαι το νιώθω
όταν σου λείπω μου μιλάς
στην αγκαλιά σου με ζητάς
όμως μακριά μου θες να μένεις
Ξέρεις τι θέλω, τι αγαπάω
τα χρώματα, τις μουσικές
τον πυρετό μου εσύ τον καις
κι όμως μακριά μου επιμένεις
Κι όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Μισή ζωή μισή χαρά
δεν την μπορώ δεν την αντέχω
καλύτερα να μην σε έχω
παρά μαζί και χωριστά
Ντροπή δεν είναι να φοβάσαι
ντροπή δεν είναι να πονάς
όμως μ' αυτόν που αγαπάς
είναι ευλογία να ξυπνάς
είναι ευτυχία να κοιμάσαι
Μα όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
μην σκύψεις άλλο το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
έστω για μόνο μια φορά
μην πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Τρίτη 10 Αυγούστου 2010
πορεία ανάστροφη...
το όνειρο που σκότωσες, πρόσωπο πια δεν έχει
το ρούμι στο ποτήρι μου μοιάζει μ'ωκεανο
παλιο σκαρι, ξύλο γερο, το σπίρτο το αντέχει
είμαι εκει που μ'έστειλες, να πίνω το κενο
τα λόγια που ξεστόμισες, φτηνα, δίχως αξία
και το τσιγάρο πού'καψα μου γδέρνει το λαιμο
ό,τι απο μένα πρόδωσες, δεν έχει σημασία
δεν αφορίζει ο έρωτας, δεν έχει γυρισμο
σώμα χωράφι, τ'όργωσες, και τό'σπειρες αλάτι
φιλια που μετανάστευσαν, χαθήκαν στη βροχη
απ'όλα που σου χάρισα αν περισεύει κάτι
στο κομοδίνο του κελιου, μολύβι και χαρτι
ταξίδια που ακύρωσες χωρις να βλεφαρίσεις
τραγούδια που στοιχειώσανε και γίνανε σκιες
τράβα για κει που διάλεξες, με σένα να μεθύσεις
κι εγω στο μώλο θα χαθω με άλλες συντροφιες
κείνη η φωτια που μού'ταξες να δούμε στο λιμάνι
έσβυσε, και τις στάχτες της έκανα φυλαχτο
τ'όπλο απο σφαίρα ορφανο, για φόβητρο δε κάνει
γαλάζια χάντρα απο γυαλι και στήθος αδειανο
ναι, τ'όνειρο που κυνηγας, θα ρθει να σ'ανταμώσει
κι όταν στα χέρια σου βρεθει, θυμήσου τη στιγμη
αν ψάξει μέσα σου να βρει κάτι, να ζευγαρώσει
λαθρεπιβάτης πήγαινε, σε άγονη γραμμη...
ευχαριστω μια καλη φίλη που μου έστειλε αυτο το τραγούδι
έτσι, να γλυκάνει λίγο το θυμωμένο μου κρεσέντο με τη μελωδία του....
Μουσική : Γιώργος Καζαντζής
Στίχοι : Ελένη Φωτάκη
Πρώτη Εκτέλεση : Φωτεινή Βελεσιώτου
Να σε μισήσω είν`αργά
αέρας με δροσολογά
με κυνηγούν οι μέλισσες
κι εσύ που δε με θέλησες.
αέρας με δροσολογά
με κυνηγούν οι μέλισσες
κι εσύ που δε με θέλησες.
Τινάζω το βασιλικό
να σταματήσω το κακό
σ`είχανε δέσει μάγισσες
μα πάλι εσύ με ράγισες.
Νυχτώνει βγαίνω να σε βρω
σα φεγγαράκι δυο μερώ
κλειστά παραθυρόφυλλα
να μ`αγαπάς πώς το`θελα.
Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές
με τυραννούν οι ομορφιές
οι ομορφιές οι φόνισσες
κι εσύ που με λησμόνησες.
Αν κλάψω μη με φοβηθείς
την ένοιωσα και πριν χαθείς
μια πίκρα στο ροδόνερο
γιατί μ`αρνιόσουν τ`όνειρο.
Θα ρίχνω εκεί που περπατάς
τον όρκο μας να τον πατάς
κι ας με πονούν οι μέλισσες
κι εσύ που δε με θέλησες
να σταματήσω το κακό
σ`είχανε δέσει μάγισσες
μα πάλι εσύ με ράγισες.
Νυχτώνει βγαίνω να σε βρω
σα φεγγαράκι δυο μερώ
κλειστά παραθυρόφυλλα
να μ`αγαπάς πώς το`θελα.
Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές
με τυραννούν οι ομορφιές
οι ομορφιές οι φόνισσες
κι εσύ που με λησμόνησες.
Αν κλάψω μη με φοβηθείς
την ένοιωσα και πριν χαθείς
μια πίκρα στο ροδόνερο
γιατί μ`αρνιόσουν τ`όνειρο.
Θα ρίχνω εκεί που περπατάς
τον όρκο μας να τον πατάς
κι ας με πονούν οι μέλισσες
κι εσύ που δε με θέλησες
Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010
επιστροφη (;)
θυσίασα τον ύπνο από λίγες νύχτες...
δεν υπήρχε βωμος
στον αέρα τον σκόρπισα
μάταια με έψαχνε ο μορφέας
όχι πως κρυβόμουν
μα κει που ήμουν να με βρει, του ήταν αδύνατο
μετρούσα το χρόνο με τα τσιγαρόχαρτα
ανακατεύτηκα με κόσμο άγνωστο
είδα κόσμο γνωστο
και ήπια
δεν ξέρω γιατι λένε πως πίνεις για να ξεχάσεις
όσο πιο πολυ σπίρτο έπεφτε μέσα μου
τόσο περισσότερο καθάριζε η μνήμη μου
κι επέστρεφαν οι εικόνες σαν δανειστες...
κι απαιτούσαν
κι εγω έπινα
τι να ξορκίσω;
στην πορεία έπινα για να θυμηθω
να θυμηθω τι πρέπει να ξεχάσω...
και τέλειωναν τα τσιγαρόχαρτα
κι εγω άνοιγα άλλο πακέτο
είπα:
-αφου δεν μπορω να διώξω τις εικόνες, θα φύγω εγω
κι άρχισα να ταξιδεύω
αλλα όσες πορείες κι αν χάραζα
άδειαζε το ποτηρι
και σήκωνα τα μάτια να φωνάξω "άλλο ένα"
και επέστρεφα...
τι κατάρα...
να μην μπορεις να ξεκουράσεις τα μάτια σου κάπου
χωρις να παρελαύνουν οι εικόνες
να μην μπορεις να κοροϊδέψεις τ'αυτια σου
η μουσικη δεν είναι πάντα καλος σύντροφος...
κι εγω έπινα...
είδα σε μια στιγμη δυο μάτια να με πλησιάζουν
έμεινα να κοιτάζω
ίσως να μπορούσα εκει να χαθω
άδικος κόπος...
τα μάτια μιλούσαν μα εγω έψαχνα την είσοδο
την έξοδο...
δεν είχε τίποτε ν'ανακαλύψω
όλα τόσο έκδηλα που δεν άνοιξα το στόμα μου να πω κουβέντα...
τα μάτια απελπίστηκαν
έκαναν μεταβολη
κι έφυγαν για εκει απ'όπου ήρθαν
ή για αλλου...
κι εγω συνέχισα να πίνω...
κατέβηκα τα σκαλια προς το λιμάνι μ'ένα μπουκάλι μαύρο ρούμι στο χέρι
έφτασα στα βράχια πίσω απ το μώλο και το άδειασα όλο στη θάλασσα
καμμια φορα ο ποσειδώνας έρχεται να πιει μαζι μου
ή καμμια ξέμπαρκη γοργόνα που ψάχνει παρέα
τίποτε...
άλλο ένα πακέτο τσιγαρόχαρτα
φεγγάρι στο άδειασμα
κι η θάλασσα ασημι και μαύρο
όχι πως κοιμόταν κι εκείνη
τουλάχιστο είχα συντροφια στο ξενύχτι...
νερο
πόσιμο
έπεσα πάνω σε μια γερασμένη πόρτα
την είχανε φτιασιδώσει αλλα τα σημάδια φαίνονταν
μέσα φασαρία
φώτα ακόμη, σημάδι πως δεν ξημέρωσε ακόμη
μπήκα
η μουσικη αδιάκριτη
τρύπωσε απ τ'αυτια μου κι άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στο κεφάλι μου
βρήκα θέση σε μια γωνια στη μπάρα
πάντα βρίσκω θέση στη μπάρα
ακόμη και στα πιο πολυσύχναστα μαγαζια...
παρήγγειλα
άναψα και τράβηξα μια ρουφιξια
κατέβασα τον καπνο με μια γουλια...
δίπλα μου, μια παρέα τραγουδούσε και χόρευε
προσπάθησα να συγκεντρωθω σ'αυτους
χαρούμενα παιδια
όμορφα
μου ζήτησαν φωτια
τους χάρισα ένα μικρο φτηνο θαλασσι αναπτήρα
μ'ευχαρίστησαν και γύρισαν προς το μέρος μου
κέρασα ένα γύρο σφηνάκια
δεν ήξερα πια τι έριχνα μέσα μου...
και πάλι...
όλο και θυμόμουν περισσότερο...
έσκυψα στο ποτήρι μου
το γύριζα ανάμεσα στα δάχτυλά μου
το ποτο άλλαζε χρώματα...
ή μήπως ήταν τα φώτα...;
κι η μουσικη να μου τριβελίζει τα μηνίγγια...
και να πίνω...
τό'να τραγούδι κι ύστερα τ'άλλο λες κι ήταν βγαλμένα από γνώριμο ρεπερτόριο...
πήρα απόφαση πως δεν μπορω να ξεφύγω
όσο μέσα μου κουβαλάω τ'αποτυπώματα είναι αδύνατον...
ένα ζευγάρι ξυπόλητα πόδια βρέθηκαν να χορεύουν ακριβως μπροστα απ το ποτήρι μου...
το αριστερο, φορούσε ένα μικρο ασημένιο δακτυλίδι στο δεύτερο δάχτυλο
σήκωσα τα μάτια και χαμογέλασα...
ξαφνιάστηκα που μου βγήκε έτσι αυθόρμητα το χαμόγελο...
ύστερα κατάλαβα
αντικατοπτρισμος...
κάθε λίκνισμα μ'έφερνε πιο κοντα σ'ότι προσπαθούσα να ξεχάσω
κι αυτο το ξανθο κορίτσι σαν και να τό'ξερε...
(μου είχε πει πως κοιτάζω αδιάκριτα...
δεν είναι αλήθεια
απλα κοιτάζω ίσια...
δεν το κρύβω το βλέμμα μου...)
κι ήπια πάλι...
στο ποτήρι τα παγάκια δεν πρόλαβαν να λυώσουν
το κορίτσι κατέβηκε...
παρήγγειλα κι άλλο...
φαίνεται πως εκείνο το χαμόγελο δεν είχε φύγει ακόμη απ το πρόσωπό μου
με ρώτησε
-χόρεψα καλα;
ανάθεμα!!!
τον Ποσειδώνα μου μέσα...
δεν έπρεπε να το ρωτήσει αυτο...
δεν απάντησα
παρήγγειλα ένα ακόμη γύρο σφηνάκια...
-ή καλύτερα, άσε το μπουκάλι εδω
και ξαναήπια...
στο κινητο είχα κρατήσει εκείνη την τελευταία φωτογραφία...
-για να θυμάμαι τι πρέπει να ξεχάσω
ανοησίες...
δεν είναι που όλα μου θυμίζουν αυτο που θέλω να ξεχάσω
είναι που αυτο το ίδιο, είναι όλα...
πως να φτιάξω καινούργιες εικόνες;
πως να ακούσω καινούργια τραγούδια;
πως να σβήσω τ'αποτυπώματα;
πως;
ακόμη κι αυτος ο ίδιος ο θυμός μου, δεν βοηθάει διόλου...
είναι που ότι έχω, τό'χω μέσα μου
και πως να ξεριζώσεις το μέσα σου;
πως;
άλλο ένα...
το αλκοολ δεν σκεπάζει τίποτε
σαν να βάζεις το χέρι σου σε οξυ...
στο καθαρίζει ως το κόκκαλο...
μένει μόνο η αλήθεια...
κι ο πόνος...
ίσως αυτος να φύγει τουλάχιστον...
το κορίτσι με το δαχτυλίδι στο δεύτερο δάχτυλο τιτιβίζει δίπλα στ'αυτι μου
βλέπω το στήθος της ν'ανεβοκατεβαίνει απ το χορο και την έξαψη
μυρίζει ιδρώτα και μυρωδικα...
το νιώθω...
είμαι λιγότερο από μια ανάσα μακρυα απ'το παυσίπονο...
κι είναι από εκείνα που θα έπιαναν ακόμη και λευκο σκύλο του ειρηνικου...
σκύβω λίγο το κεφάλι
να ακούσω ή να μυρίσω καλύτερα, ή και τα δύο...
δεν θυμάμαι...
μια ξανθια μπούκλα περνάει εμπρος απ τα μάτια μου
κι ακουμπάει τη μύτη και τα χείλια μου...
νιώθω σαν να με χτύπησε μέδουσα στο αριστερο μου μπράτσο...
δεν έχω σωτηρία...
ρίχνω το κεφάλι πίσω και γελάω δυνατα...
κολλητικο
γελουν όλοι μαζι
τελειώνουμε το μπουκάλι σ'ένα τελευταίο γύρο
απ'τη γρια πόρτα στο βάθος έχει αρχίσει να μπαίνει φως...
-πάμε λιμάνι για πρωινο, έρχεσαι;
-έρχομαι...
στο πλοίο τα τσιγαρόχαρτα είχαν τελειώσει...
έτσι κι αλλιως δεν χωράει άλλος καπνος μέσα μου
δεν χωράει τίποτε
μπουνάτσα...
ο μορφέας ήταν εκει ακριβως που τον άφησα...
πιστος αυτος τουλάχιστο...
νιώθω σαν ένα ποτήρι γεμάτο ως τα χείλια
κάποιος να πιει λίγο...
δεν θέλω να το αδειάσω
αλλα...
δεν μπορω να παίξω μουσικη αλλιως...
δεν υπήρχε βωμος
στον αέρα τον σκόρπισα
μάταια με έψαχνε ο μορφέας
όχι πως κρυβόμουν
μα κει που ήμουν να με βρει, του ήταν αδύνατο
μετρούσα το χρόνο με τα τσιγαρόχαρτα
ανακατεύτηκα με κόσμο άγνωστο
είδα κόσμο γνωστο
και ήπια
δεν ξέρω γιατι λένε πως πίνεις για να ξεχάσεις
όσο πιο πολυ σπίρτο έπεφτε μέσα μου
τόσο περισσότερο καθάριζε η μνήμη μου
κι επέστρεφαν οι εικόνες σαν δανειστες...
κι απαιτούσαν
κι εγω έπινα
τι να ξορκίσω;
στην πορεία έπινα για να θυμηθω
να θυμηθω τι πρέπει να ξεχάσω...
και τέλειωναν τα τσιγαρόχαρτα
κι εγω άνοιγα άλλο πακέτο
είπα:
-αφου δεν μπορω να διώξω τις εικόνες, θα φύγω εγω
κι άρχισα να ταξιδεύω
αλλα όσες πορείες κι αν χάραζα
άδειαζε το ποτηρι
και σήκωνα τα μάτια να φωνάξω "άλλο ένα"
και επέστρεφα...
τι κατάρα...
να μην μπορεις να ξεκουράσεις τα μάτια σου κάπου
χωρις να παρελαύνουν οι εικόνες
να μην μπορεις να κοροϊδέψεις τ'αυτια σου
η μουσικη δεν είναι πάντα καλος σύντροφος...
κι εγω έπινα...
είδα σε μια στιγμη δυο μάτια να με πλησιάζουν
έμεινα να κοιτάζω
ίσως να μπορούσα εκει να χαθω
άδικος κόπος...
τα μάτια μιλούσαν μα εγω έψαχνα την είσοδο
την έξοδο...
δεν είχε τίποτε ν'ανακαλύψω
όλα τόσο έκδηλα που δεν άνοιξα το στόμα μου να πω κουβέντα...
τα μάτια απελπίστηκαν
έκαναν μεταβολη
κι έφυγαν για εκει απ'όπου ήρθαν
ή για αλλου...
κι εγω συνέχισα να πίνω...
κατέβηκα τα σκαλια προς το λιμάνι μ'ένα μπουκάλι μαύρο ρούμι στο χέρι
έφτασα στα βράχια πίσω απ το μώλο και το άδειασα όλο στη θάλασσα
καμμια φορα ο ποσειδώνας έρχεται να πιει μαζι μου
ή καμμια ξέμπαρκη γοργόνα που ψάχνει παρέα
τίποτε...
άλλο ένα πακέτο τσιγαρόχαρτα
φεγγάρι στο άδειασμα
κι η θάλασσα ασημι και μαύρο
όχι πως κοιμόταν κι εκείνη
τουλάχιστο είχα συντροφια στο ξενύχτι...
νερο
πόσιμο
έπεσα πάνω σε μια γερασμένη πόρτα
την είχανε φτιασιδώσει αλλα τα σημάδια φαίνονταν
μέσα φασαρία
φώτα ακόμη, σημάδι πως δεν ξημέρωσε ακόμη
μπήκα
η μουσικη αδιάκριτη
τρύπωσε απ τ'αυτια μου κι άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στο κεφάλι μου
βρήκα θέση σε μια γωνια στη μπάρα
πάντα βρίσκω θέση στη μπάρα
ακόμη και στα πιο πολυσύχναστα μαγαζια...
παρήγγειλα
άναψα και τράβηξα μια ρουφιξια
κατέβασα τον καπνο με μια γουλια...
δίπλα μου, μια παρέα τραγουδούσε και χόρευε
προσπάθησα να συγκεντρωθω σ'αυτους
χαρούμενα παιδια
όμορφα
μου ζήτησαν φωτια
τους χάρισα ένα μικρο φτηνο θαλασσι αναπτήρα
μ'ευχαρίστησαν και γύρισαν προς το μέρος μου
κέρασα ένα γύρο σφηνάκια
δεν ήξερα πια τι έριχνα μέσα μου...
και πάλι...
όλο και θυμόμουν περισσότερο...
έσκυψα στο ποτήρι μου
το γύριζα ανάμεσα στα δάχτυλά μου
το ποτο άλλαζε χρώματα...
ή μήπως ήταν τα φώτα...;
κι η μουσικη να μου τριβελίζει τα μηνίγγια...
και να πίνω...
τό'να τραγούδι κι ύστερα τ'άλλο λες κι ήταν βγαλμένα από γνώριμο ρεπερτόριο...
πήρα απόφαση πως δεν μπορω να ξεφύγω
όσο μέσα μου κουβαλάω τ'αποτυπώματα είναι αδύνατον...
ένα ζευγάρι ξυπόλητα πόδια βρέθηκαν να χορεύουν ακριβως μπροστα απ το ποτήρι μου...
το αριστερο, φορούσε ένα μικρο ασημένιο δακτυλίδι στο δεύτερο δάχτυλο
σήκωσα τα μάτια και χαμογέλασα...
ξαφνιάστηκα που μου βγήκε έτσι αυθόρμητα το χαμόγελο...
ύστερα κατάλαβα
αντικατοπτρισμος...
κάθε λίκνισμα μ'έφερνε πιο κοντα σ'ότι προσπαθούσα να ξεχάσω
κι αυτο το ξανθο κορίτσι σαν και να τό'ξερε...
(μου είχε πει πως κοιτάζω αδιάκριτα...
δεν είναι αλήθεια
απλα κοιτάζω ίσια...
δεν το κρύβω το βλέμμα μου...)
κι ήπια πάλι...
στο ποτήρι τα παγάκια δεν πρόλαβαν να λυώσουν
το κορίτσι κατέβηκε...
παρήγγειλα κι άλλο...
φαίνεται πως εκείνο το χαμόγελο δεν είχε φύγει ακόμη απ το πρόσωπό μου
με ρώτησε
-χόρεψα καλα;
ανάθεμα!!!
τον Ποσειδώνα μου μέσα...
δεν έπρεπε να το ρωτήσει αυτο...
δεν απάντησα
παρήγγειλα ένα ακόμη γύρο σφηνάκια...
-ή καλύτερα, άσε το μπουκάλι εδω
και ξαναήπια...
στο κινητο είχα κρατήσει εκείνη την τελευταία φωτογραφία...
-για να θυμάμαι τι πρέπει να ξεχάσω
ανοησίες...
δεν είναι που όλα μου θυμίζουν αυτο που θέλω να ξεχάσω
είναι που αυτο το ίδιο, είναι όλα...
πως να φτιάξω καινούργιες εικόνες;
πως να ακούσω καινούργια τραγούδια;
πως να σβήσω τ'αποτυπώματα;
πως;
ακόμη κι αυτος ο ίδιος ο θυμός μου, δεν βοηθάει διόλου...
είναι που ότι έχω, τό'χω μέσα μου
και πως να ξεριζώσεις το μέσα σου;
πως;
άλλο ένα...
το αλκοολ δεν σκεπάζει τίποτε
σαν να βάζεις το χέρι σου σε οξυ...
στο καθαρίζει ως το κόκκαλο...
μένει μόνο η αλήθεια...
κι ο πόνος...
ίσως αυτος να φύγει τουλάχιστον...
το κορίτσι με το δαχτυλίδι στο δεύτερο δάχτυλο τιτιβίζει δίπλα στ'αυτι μου
βλέπω το στήθος της ν'ανεβοκατεβαίνει απ το χορο και την έξαψη
μυρίζει ιδρώτα και μυρωδικα...
το νιώθω...
είμαι λιγότερο από μια ανάσα μακρυα απ'το παυσίπονο...
κι είναι από εκείνα που θα έπιαναν ακόμη και λευκο σκύλο του ειρηνικου...
σκύβω λίγο το κεφάλι
να ακούσω ή να μυρίσω καλύτερα, ή και τα δύο...
δεν θυμάμαι...
μια ξανθια μπούκλα περνάει εμπρος απ τα μάτια μου
κι ακουμπάει τη μύτη και τα χείλια μου...
νιώθω σαν να με χτύπησε μέδουσα στο αριστερο μου μπράτσο...
δεν έχω σωτηρία...
ρίχνω το κεφάλι πίσω και γελάω δυνατα...
κολλητικο
γελουν όλοι μαζι
τελειώνουμε το μπουκάλι σ'ένα τελευταίο γύρο
απ'τη γρια πόρτα στο βάθος έχει αρχίσει να μπαίνει φως...
-πάμε λιμάνι για πρωινο, έρχεσαι;
-έρχομαι...
στο πλοίο τα τσιγαρόχαρτα είχαν τελειώσει...
έτσι κι αλλιως δεν χωράει άλλος καπνος μέσα μου
δεν χωράει τίποτε
μπουνάτσα...
ο μορφέας ήταν εκει ακριβως που τον άφησα...
πιστος αυτος τουλάχιστο...
νιώθω σαν ένα ποτήρι γεμάτο ως τα χείλια
κάποιος να πιει λίγο...
δεν θέλω να το αδειάσω
αλλα...
δεν μπορω να παίξω μουσικη αλλιως...
είμαι πολυ κουρασμένος...
πολυ...
Σάββατο 7 Αυγούστου 2010
χωρις σχόλια....
ανάμεσα στο "Αύγουστος" και σ'αυτο
προτίμησα το δεύτερο...
μαζεύω τα ελάχιστα και φεύγω για λίγο...
ίσα που να κάψω τα πάντα με σπίρτο και ξενύχτι...
ελπίζω να επιστρέψω πιο ελαφρυς...
ή βαρύτερος...
θα δούμε
προτίμησα το δεύτερο...
μαζεύω τα ελάχιστα και φεύγω για λίγο...
ίσα που να κάψω τα πάντα με σπίρτο και ξενύχτι...
ελπίζω να επιστρέψω πιο ελαφρυς...
ή βαρύτερος...
θα δούμε
τώρα φεύγω εγω...
Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010
κλειστον
το ενυδρείο θα κλείσει για λίγες μέρες
ίσως και για περισσότερες...
δηλαδη, εσεις μπορείτε να συνεχίζετε να ταϊζετε τα ψαράκια (πάντα με μέτρο) αλλα ο ενυδρειούχος θα αποσυρθει για λίγο
ή και για περισσότερο...
μια ανασυγκρότηση δεν κάνει κακο
η αλήθεια είναι ότι είχα ετοιμάσει αρκετες αναρτήσεις αλλα θα τις φυλαξω γι άλλες μέρες και γι άλλα ταξίδια
αν παρ'όλα αυτα κάτι αλλάξει,
θα φανει στην ανάρτηση
καλο Αύγουστο σε όλους
θα μαζέψω αυγουστιάτικα φεγγάρια και θάλασσα όση μπορω...
όση μπορει να χωρέσει εκει που τα φυλάω αυτα...
σας αφηνω μ ένα τραγουδάκι κι αυγουστιάτικα φιλια
ίσως και για περισσότερες...
δηλαδη, εσεις μπορείτε να συνεχίζετε να ταϊζετε τα ψαράκια (πάντα με μέτρο) αλλα ο ενυδρειούχος θα αποσυρθει για λίγο
ή και για περισσότερο...
μια ανασυγκρότηση δεν κάνει κακο
η αλήθεια είναι ότι είχα ετοιμάσει αρκετες αναρτήσεις αλλα θα τις φυλαξω γι άλλες μέρες και γι άλλα ταξίδια
αν παρ'όλα αυτα κάτι αλλάξει,
θα φανει στην ανάρτηση
καλο Αύγουστο σε όλους
θα μαζέψω αυγουστιάτικα φεγγάρια και θάλασσα όση μπορω...
όση μπορει να χωρέσει εκει που τα φυλάω αυτα...
σας αφηνω μ ένα τραγουδάκι κι αυγουστιάτικα φιλια
καλα ταξίδια....
Κυριακή 1 Αυγούστου 2010
που είσαι;
που νά'σαι τώρα;
αυτο το απλο μ' απασχολει
που νά'σαι τώρα;
που νά'σαι στ΄αλήθεια
ακόμη κι όταν εκει, σε βλέπω απέναντί μου
ακόμη κι όταν τότε, σ'ακούω να μου μιλας
να με πειράζεις
να με κερνας
που νά'σαι;
ακόμα και που ξέρω
ακόμα και που νιώθω
που νά'σαι;
τις προάλλες, έβαλα τις στιγμες μας στο κόσκινο
κι έμεινε το άσπρο σεντόνι αδειανό απο κάτω
καμμια δεν πέρασε
καμμια μικρότερη,
καμμια λιγότερη
μείναν όλες ανέγγιχτες μέσα στη κρισάρα του μυαλου μου
που νά'σαι;
δεν είναι πως θέλω να είμαι πάντα εκει
κι ούτε πως θέλω νά'σαι πάντα εδω
είμαι κι είσαι, και έτσι και αλλιως,
μόνο μ' αρέσει να βγαίνω έξω απ το πετσι μου και να σ' ακολουθω
ναι, μ' αρέσει να σε νιώθω κοντα
μ΄ αρέσει γιατι κάθε που σε κοιτάζω κάτι καινούργιο μένει πάνω πάνω στο κόσκινο
προχθες μου ζήτησες να σου κουμπώσω το μενταγιον που σού'χε πέσει
έβαλες τα χέρια και σήκωσες τα μαλλια σου
κι έτσι που στάθηκα εμπρός σου να στο κουμπώσω
και σε κοιτούσα ίσια στα μάτια
μπέρδεψα τα δάχτυλα μου στο λαιμο σου
κι ακόμη εκει τά'χω αφήσει
που νά'σαι;
όχι πως θέλω να πάρω τα δάχτυλά μου πίσω
ούτε κι άλλο τίποτε
μόνο που να,
θά'θελα να ήσουν κι απόψε εδω ...
κι αν δεν μπορεις εσυ
μπορω εγω
αυτο το απλο μ' απασχολει
που νά'σαι τώρα;
που νά'σαι στ΄αλήθεια
ακόμη κι όταν εκει, σε βλέπω απέναντί μου
ακόμη κι όταν τότε, σ'ακούω να μου μιλας
να με πειράζεις
να με κερνας
που νά'σαι;
ακόμα και που ξέρω
ακόμα και που νιώθω
που νά'σαι;
τις προάλλες, έβαλα τις στιγμες μας στο κόσκινο
κι έμεινε το άσπρο σεντόνι αδειανό απο κάτω
καμμια δεν πέρασε
καμμια μικρότερη,
καμμια λιγότερη
μείναν όλες ανέγγιχτες μέσα στη κρισάρα του μυαλου μου
που νά'σαι;
δεν είναι πως θέλω να είμαι πάντα εκει
κι ούτε πως θέλω νά'σαι πάντα εδω
είμαι κι είσαι, και έτσι και αλλιως,
μόνο μ' αρέσει να βγαίνω έξω απ το πετσι μου και να σ' ακολουθω
ναι, μ' αρέσει να σε νιώθω κοντα
μ΄ αρέσει γιατι κάθε που σε κοιτάζω κάτι καινούργιο μένει πάνω πάνω στο κόσκινο
προχθες μου ζήτησες να σου κουμπώσω το μενταγιον που σού'χε πέσει
έβαλες τα χέρια και σήκωσες τα μαλλια σου
κι έτσι που στάθηκα εμπρός σου να στο κουμπώσω
και σε κοιτούσα ίσια στα μάτια
μπέρδεψα τα δάχτυλα μου στο λαιμο σου
κι ακόμη εκει τά'χω αφήσει
που νά'σαι;
όχι πως θέλω να πάρω τα δάχτυλά μου πίσω
ούτε κι άλλο τίποτε
μόνο που να,
θά'θελα να ήσουν κι απόψε εδω ...
κι αν δεν μπορεις εσυ
μπορω εγω
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)